Η Μεγάλη Επανάσταση (1821-1830)
1. Η Φιλική Εταιρεία
Η Φιλική εταιρεία
More presentations from Apostolos Angelopoulos
Το συνωμοτικό λεξιλόγιο της Φιλικής Εταιρείας. «Αγκάθι» ήταν ο εχθρός, «δένδρα» τα τουφέκια και «πλεονέκται» οι Έλληνες έμποροι. Περιοχές και πρόσωπα είχαν αριθμούς: οι Σπέτσες είχαν το 5 και ο Κολοκοτρώνης το 113...
Οι Φιλικοί προκειμένου να επικοινωνούν, χωρίς τον κίνδυνο να αποκαλυφθούν, χρησιμοποιούσαν κωδικές ονομασίες για πρόσωπα και πράγματα. Για παράδειγμα, αγκάθι ήταν ο εχθρός, ακίνητον η φυλακή, δακτυλίδιον η λόγχη, δένδρα τα τουφέκια, δυστυχείς οι αρχιερείς, ευεργετικός ο Καποδίστριας, ίππος το μικρό καράβι, καμήλα το εμπορικό πλοίο, κοπάδι ο στόλος, μπιλάντζον ο πόλεμος, νότες τα πολεμοφόδια, παλαιότερος ο πατριάρχης, δίδυμος ο Λουδοβίκος ΙΗ’, πλεονέκται οι Έλληνες έμποροι.
Πλούσιοι οι Αρμένιοι, ποιηταί οι Έλληνες του στόλου, τραγουδιστής το κανόνι, σύννεφα τα μέλη της Εταιρείας, φιλάνθρωπος ο ρώσος αυτοκράτορας Αλέξανδρος, χορευταί τα κλέφτικα στρατεύματα κ.λπ. Για τις διάφορες περιοχές χρησιμοποιούσαν αριθμούς, π.χ. με το 2 εννοούσαν την Πελοπόννησο, με το 5 τις Σπέτσες, με το 39 το Βουκουρέστι, με το 62 την Κωνσταντινούπολη.
Σε αριθμούς επίσης αντιστοιχούσαν και πρόσωπα. Έτσι το 110 ήταν ο Πετρομπέης Μαυρομιχάλης, 111 ο Γεωργάκης Ολύμπιος, το 113 ο Κολοκοτρώνης, ενώ για τους αρχηγούς της Εταιρείας χρησιμοποιούσαν τα στοιχεία της αλφαβήτου. Ο Τσακάλωφ ήταν ο Α.Β., ο Ξάνθος το Α.Γ., ο Σέκερης το Α.Η. κ.λπ. Εκτός των γραμμάτων της αλφαβήτου, οι αρχηγοί είχαν και ψευδώνυμα, π.χ. ο Ξάνθος αναφερόταν ως Θυμήδης και ο Σέκερης ως Κάριμος....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/to-sinomotiko-lexilogio-tis-filikis-eterias-agkathi-itan-o-echthros-dendra-ta-toufekia-ke-pleonekte-i-ellines-empori-perioches-ke-prosopa-ichan-arithmous-i-spetses-ichan-to-5-ke-o-kolo/
Οι Φιλικοί προκειμένου να επικοινωνούν, χωρίς τον κίνδυνο να αποκαλυφθούν, χρησιμοποιούσαν κωδικές ονομασίες για πρόσωπα και πράγματα. Για παράδειγμα, αγκάθι ήταν ο εχθρός, ακίνητον η φυλακή, δακτυλίδιον η λόγχη, δένδρα τα τουφέκια, δυστυχείς οι αρχιερείς, ευεργετικός ο Καποδίστριας, ίππος το μικρό καράβι, καμήλα το εμπορικό πλοίο, κοπάδι ο στόλος, μπιλάντζον ο πόλεμος, νότες τα πολεμοφόδια, παλαιότερος ο πατριάρχης, δίδυμος ο Λουδοβίκος ΙΗ’, πλεονέκται οι Έλληνες έμποροι.
Πλούσιοι οι Αρμένιοι, ποιηταί οι Έλληνες του στόλου, τραγουδιστής το κανόνι, σύννεφα τα μέλη της Εταιρείας, φιλάνθρωπος ο ρώσος αυτοκράτορας Αλέξανδρος, χορευταί τα κλέφτικα στρατεύματα κ.λπ. Για τις διάφορες περιοχές χρησιμοποιούσαν αριθμούς, π.χ. με το 2 εννοούσαν την Πελοπόννησο, με το 5 τις Σπέτσες, με το 39 το Βουκουρέστι, με το 62 την Κωνσταντινούπολη.
Σε αριθμούς επίσης αντιστοιχούσαν και πρόσωπα. Έτσι το 110 ήταν ο Πετρομπέης Μαυρομιχάλης, 111 ο Γεωργάκης Ολύμπιος, το 113 ο Κολοκοτρώνης, ενώ για τους αρχηγούς της Εταιρείας χρησιμοποιούσαν τα στοιχεία της αλφαβήτου. Ο Τσακάλωφ ήταν ο Α.Β., ο Ξάνθος το Α.Γ., ο Σέκερης το Α.Η. κ.λπ. Εκτός των γραμμάτων της αλφαβήτου, οι αρχηγοί είχαν και ψευδώνυμα, π.χ. ο Ξάνθος αναφερόταν ως Θυμήδης και ο Σέκερης ως Κάριμος....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/to-sinomotiko-lexilogio-tis-filikis-eterias-agkathi-itan-o-echthros-dendra-ta-toufekia-ke-pleonekte-i-ellines-empori-perioches-ke-prosopa-ichan-arithmous-i-spetses-ichan-to-5-ke-o-kolo/
Πώς η «Φιλική Εταιρεία» έδωσε εντολή να εκτελεστούν μέλη της που πρόδωσαν τα μυστικά της, έκαναν άσωτη ζωή και παραβίαζαν τη μυστικότητα. Ποιοι εκτελέστηκαν...
Ο επτανήσιος Νικόλαος Γαλάτης χρησιμοποιήθηκε από τη Φιλική Εταιρεία για τον προσηλυτισμό επιφανών Ελλήνων του εξωτερικού. Ήταν νεαρός, γεμάτος ενθουσιασμό και πατριωτισμό. Παράλληλα όμως, ήταν φοβερά φιλόδοξος, επιπόλαιος και αρχομανής. Όταν πήγε στην Πετρούπολη για να μυήσει τους εκεί Έλληνες, έκανε τόσο αισθητή την παρουσία του, ώστε απελάθηκε από την αστυνομία. Από επιπολαιότητα συχνά αποκάλυπτε μυστικά της Εταιρείας, με αποτέλεσμα να τη θέτει συνεχώς σε κίνδυνο. Είχε αντιληφθεί ότι την ανώτατη «αόρατη αρχή», που άφηναν να εννοηθεί ότι αποτελούσαν ο ρώσος τσάρος ή τουλάχιστον ο Καποδίστριας, στην πραγματικότητα την αποτελούσαν οι τρεις έμποροι που είχαν ιδρύσει την Εταιρεία και απαιτούσε να συμπεριληφθεί και ο ίδιος. Οι Φιλικοί, μπροστά στις καταστάσεις που δημιουργούσε, τον έστειλαν μαζί με τον Τσακάλωφ και τον οπλαρχηγό Δημητρόπουλο στη Μάνη. Οι εντολές ήταν να συλληφθεί εκεί και στη συνέχεια να εκτελεστεί. Φαίνεται όμως ότι κάτι υποπτέυτηκε και ζήτησε να πάνε πρώτα στην Τρίπολη. Ο Τσακάλωφ φοβήθηκε μήπως στην Τρίπολη κατέδιδε τα μυστικά της Εταιρείας και γι’ αυτό διέταξε τον Δημητρόπουλο να του ρίξει μια σφαίρα στο κεφάλι.
Το 1820 ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης έστειλε τον Κυριακό Καμαρινό στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων από τους πλούσιους Έλληνες. Όμως, η διαγωγή του αποκάλυπτε έναν τυχοδιωκτικό χαρακτήρα, με συνέπεια να μην τον παίρνει κανείς στα σοβαρά. Στη συνέχεια πήγε στην Οδησσό και την Πετρούπολη, όπου συνάντησε και τον Καποδίστρια, στον οποίο όμως ήταν ήδη γνωστή η επιπολαιότητα και η τυχοδιωκτική συμπεριφορά του. Στην Πετρούπολη ο Καμαρινός γλεντούσε με την ψυχή του. Σε μια από τις άσωτες νύχτες του κάποια πόρνη του έκλεψε έγγραφα της Φιλικής Εταιρείας τα οποία είχε μαζί του και τα παρέδωσε στην αστυνομία. Όταν έμαθε ο Καποδίστριας το περιστατικό, έδωσε εντολή να τον διώξουν από τη Ρωσία.
Ο ηγεμόνας της Βλαχίας Αλέξανδρος Σούτσος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και αρχικά τουλάχιστον έδειξε μεγάλο ζήλο. Στη συνέχεια όμως άλλαξε στάση και οι Φιλικοί φοβήθηκαν μήπως προδώσει τα μυστικά της οργάνωσης στους Τούρκους. Για τον λόγο αυτό, έδωσαν εντολή σε περισσότερο έμπιστους του περιβάλλοντός του να τον εκτελέσουν με όποιον τρόπο νόμιζαν. Αυτοί έπεισαν τον προσωπικό του γιατρό Μιχαήλ Χρισταρή να νοθεύει κάποια καυτηρίαση που του έκανε με δηλητήριο. Το δηλητήριο με τον καιρό προκάλεσε γάγγραινα, που τον οδήγησε στον θάνατο στις αρχές του 1821. Όταν βρισκόταν στα τελευταία του, οι δικοί του κάλεσαν τον φημισμένο γιατρό Δεπάλτο και αφού τον εξέτασε, τους είπε: «Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, γιατί τον θάνατο του τον προετοίμαζαν από καιρό άλλοι»....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/pos-i-filiki-etaireia-edose-entoli-na-ektelestoun-meli-tis-pou-prodosan-ta-mystika-tis-ekanan-asoti-zoi-kai-paraviazan-ti-mystikotita-poioi-ektelestikan/
Ο επτανήσιος Νικόλαος Γαλάτης χρησιμοποιήθηκε από τη Φιλική Εταιρεία για τον προσηλυτισμό επιφανών Ελλήνων του εξωτερικού. Ήταν νεαρός, γεμάτος ενθουσιασμό και πατριωτισμό. Παράλληλα όμως, ήταν φοβερά φιλόδοξος, επιπόλαιος και αρχομανής. Όταν πήγε στην Πετρούπολη για να μυήσει τους εκεί Έλληνες, έκανε τόσο αισθητή την παρουσία του, ώστε απελάθηκε από την αστυνομία. Από επιπολαιότητα συχνά αποκάλυπτε μυστικά της Εταιρείας, με αποτέλεσμα να τη θέτει συνεχώς σε κίνδυνο. Είχε αντιληφθεί ότι την ανώτατη «αόρατη αρχή», που άφηναν να εννοηθεί ότι αποτελούσαν ο ρώσος τσάρος ή τουλάχιστον ο Καποδίστριας, στην πραγματικότητα την αποτελούσαν οι τρεις έμποροι που είχαν ιδρύσει την Εταιρεία και απαιτούσε να συμπεριληφθεί και ο ίδιος. Οι Φιλικοί, μπροστά στις καταστάσεις που δημιουργούσε, τον έστειλαν μαζί με τον Τσακάλωφ και τον οπλαρχηγό Δημητρόπουλο στη Μάνη. Οι εντολές ήταν να συλληφθεί εκεί και στη συνέχεια να εκτελεστεί. Φαίνεται όμως ότι κάτι υποπτέυτηκε και ζήτησε να πάνε πρώτα στην Τρίπολη. Ο Τσακάλωφ φοβήθηκε μήπως στην Τρίπολη κατέδιδε τα μυστικά της Εταιρείας και γι’ αυτό διέταξε τον Δημητρόπουλο να του ρίξει μια σφαίρα στο κεφάλι.
Το 1820 ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης έστειλε τον Κυριακό Καμαρινό στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων από τους πλούσιους Έλληνες. Όμως, η διαγωγή του αποκάλυπτε έναν τυχοδιωκτικό χαρακτήρα, με συνέπεια να μην τον παίρνει κανείς στα σοβαρά. Στη συνέχεια πήγε στην Οδησσό και την Πετρούπολη, όπου συνάντησε και τον Καποδίστρια, στον οποίο όμως ήταν ήδη γνωστή η επιπολαιότητα και η τυχοδιωκτική συμπεριφορά του. Στην Πετρούπολη ο Καμαρινός γλεντούσε με την ψυχή του. Σε μια από τις άσωτες νύχτες του κάποια πόρνη του έκλεψε έγγραφα της Φιλικής Εταιρείας τα οποία είχε μαζί του και τα παρέδωσε στην αστυνομία. Όταν έμαθε ο Καποδίστριας το περιστατικό, έδωσε εντολή να τον διώξουν από τη Ρωσία.
Ο ηγεμόνας της Βλαχίας Αλέξανδρος Σούτσος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και αρχικά τουλάχιστον έδειξε μεγάλο ζήλο. Στη συνέχεια όμως άλλαξε στάση και οι Φιλικοί φοβήθηκαν μήπως προδώσει τα μυστικά της οργάνωσης στους Τούρκους. Για τον λόγο αυτό, έδωσαν εντολή σε περισσότερο έμπιστους του περιβάλλοντός του να τον εκτελέσουν με όποιον τρόπο νόμιζαν. Αυτοί έπεισαν τον προσωπικό του γιατρό Μιχαήλ Χρισταρή να νοθεύει κάποια καυτηρίαση που του έκανε με δηλητήριο. Το δηλητήριο με τον καιρό προκάλεσε γάγγραινα, που τον οδήγησε στον θάνατο στις αρχές του 1821. Όταν βρισκόταν στα τελευταία του, οι δικοί του κάλεσαν τον φημισμένο γιατρό Δεπάλτο και αφού τον εξέτασε, τους είπε: «Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, γιατί τον θάνατο του τον προετοίμαζαν από καιρό άλλοι»....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/pos-i-filiki-etaireia-edose-entoli-na-ektelestoun-meli-tis-pou-prodosan-ta-mystika-tis-ekanan-asoti-zoi-kai-paraviazan-ti-mystikotita-poioi-ektelestikan/
Επανάληψη Κεφαλαίου
2. H εξέγερση στη Μολδοβλαχία
Η εξέγερση στη Μολδοβλαχία
More presentations from Apostolos Angelopoulos
Επανάληψη Κεφαλαίου
3. Η επανάσταση στην Πελοπόννησο
Του πολέμου του ’21
Α΄
Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λέν’ τ’ αηδόνια,
κρυφά το λέει ο γούμενος από την άγια Λαύρα:
«Παιδιά, για μεταλάβετε, για ξεμολογηθείτε.
δεν είν’ ο περσινός καιρός κι ο φετινός χειμώνας.
Μας ήρθε γη άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
γιατί σηκώθη πόλεμος και πολεμάν τους Τούρκους.
Να διώξουμ’ όλη την Τουρκιά ή να χαθούμε ούλοι».
Β΄
Ένα μικρό καράβι μαζώνει τα πανιά,
ανοίγει την παντιέρα και πόλεμο ζητά.
Ζητά τον Άγιον Τάφο και την αγια-Σοφιά,
κι ακόμα θα ζητήσει τον πατριάρχη μας,
οπού τον εκρεμάσαν για το ινάτι μας.
Καμπάνες θα χτυπήσουν πάν’ στα καμπαναριά,
να σκάσουν οι χοτζάδες απάνου στα τζαμιά.
Κι όσοι Χριστόν πιστεύουν και τον δοξάζουνε,
τον Τούρκο λογαριάζουν να τον μοιράζουνε.
Βιβλιογραφικά: Νικόλαος Γ. Πολίτης, Εκλογή από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού, Γράμματα, Αθήνα 1991, σ. 25.
Η επανάσταση στην Πελοπόννησο
More presentations from Apostolos Angelopoulos
Επανάληψη Κεφαλαίου
4. Η επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα
Η επανάσταση στην Στερεά Ελλάδα
More presentations from Apostolos Angelopoulos
4. Η επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα
More presentations from Angelos Haralabous
Ο Αθανάσιος Διάκος
«Για ιδές καιρό που διάλεξε
ο χάρος να με πάρει
τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά
και βγάζει η γης χορτάρι»...
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Αθανάσιου Διάκου, πριν θανατωθεί με βάναυσο τρόπο από τους Τούρκους. Τον είχαν συλλάβει στην Αλαμάνα, όπου με μερικούς άντρες πολέμησε γενναία τον υπεράριθμο οθωμανικό στρατό. Τον οδήγησαν δεμένο στη Λαμία, όπου έμεινε για ένα βράδυ στο υπόγειο κτιρίου στη σημερινή οδό Αινιάνων. Το κτίριο ανήκε στους αδερφούς Γραμματίκα και σήμερα έχει κατεδαφιστεί....
Του ζήτησαν να συνεργαστεί μαζί τους αλλά αρνήθηκε, λέγοντάς τους: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός και θ’ αποθάνω!». Ο Ομέρ Βρυώνης δεν ήθελε να τον σκοτώσουν, επειδή τον γνώριζε προσωπικά από την αυλή του Αλή Πασά. Ωστόσο, ο Χαλήλμπεης επέμενε και έπεισε τον Κιοσέ Μεχμέτ, που ήταν ανώτερος του Βρυώνη να τον εκτελέσουν για παραδειγματισμό. Στις 24 Απριλίου 1821, ο Αθανάσιος Διάκος πέθανε με τη μέθοδο του ανασκολοπισμού. Ο ανασκολοπισμός, γνωστό και ως παλούκωμα, είναι από τους πιο βασανιστικούς και αργούς τρόπους εκτέλεσης....
Το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός και ήταν γιος ενός αγρότη από τη Μουσουνίτσα. Ο πατέρας του και ο ένας αδερφός του εκτελέστηκαν από τους Τούρκους, επειδή εφοδίαζαν τους κλέφτες της περιοχής. Ο Αθανάσιος ήταν 12 ετών και η μάνα του τον έστειλε να μάθει γράμματα σε μοναστήρι του Αγίου Προδρόμου, που βρισκόταν κοντά στην Αρτοτίνα στα Βαρδούσια όρη – γι’αυτό πήρε το προσωνύμιο «Διάκος». Σύμφωνα με περιγραφές, είχε μέτριο ανάστημα, ωραία μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά. Η λαϊκή παράδοση λέει ότι βγήκε στα βουνά επειδή σκότωσε Τούρκο Πασά, που εντυπωσιάστηκε από την εμφάνιση του και του έκανε πρόστυχη πρόταση. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο λόγος ήταν ότι σκότωσε κατά λάθος το γιο σημαντικής οικογένειας πάνω σε γλέντι και έγινε κλέφτης για να μην τον συλλάβουν....
Ο ηγούμενος της μονής τον σύστησε στον περίφημο κλέφτη Σκαλτσοδήμο και ακολούθησε τη δύσκολη ζωή των αρματολών. Έζησε για δύο χρόνια κατατρεγμένος στα βουνά της Φωκίδος, στήνοντας ενέδρες στους Τούρκους. Είχε στον έλεγχό του όλη την περιοχή, από τον Μόρνο ως τα ορεινά της Ηπείρου. Θεωρείτο ατρόμητος πολεμιστής, ευκίνητος και άριστος στη σκοποβολή....
Όταν ο Αλή Πασάς κάλεσε τους καπετάνιους στην αυλή του, ο Σκλατσοδήμος έστειλε τον Διάκο στη θέση του. Εκεί συναντήθηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, έγινε πρωτοπαλίκαρό του και εντάχθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Αργότερα, κατέκτησε τη Λιβαδειά και αποφάσισε να κινηθεί προς τη Λαμία, με δύναμη 1.500 ανδρών. Όταν οι τουρκικές δυνάμεις όδευαν προς τη Στερεά Ελλάδα για να καταπνίξουν την επανάσταση, οι ελληνικές δυνάμεις χωρίστηκαν σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα στεκόταν στη γέφυρα του Γοργοπόταμου με 600 άνδρες, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας με 500 άνδρες και ο Διάκος στη γέφυρα της Αλαμάνας με 500 άνδρες. Ο Χουρσίτ πασάς, έστειλε τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη με 8.000 πεζικό και 900 ιππείς ενώ την επόμενη μέρα προστέθηκαν άλλα 3.000 άτομα. Η μεγαλύτερη δύναμη των Τούρκων επιτέθηκε στον Διάκο στην Αλαμάνα, ο οποίος πολεμούσε γενναία με τους λιγοστούς άντρες του. Οι υπόλοιποι οπισθοχώρησαν αλλά ο Διάκος αρνήθηκε να υποχωρήσει και παρέμεινε στη θέση του. Ακολούθησαν μάχες σώμα με σώμα και οχυρώθηκε με δέκα άντρες στη θέση Μανδροστάματα της μονής Δαμάστας. Εκεί τραυματίστηκε στον ώμο και πέταξε το τουφέκι του που είχε σπάσει και το σπαθί του που είχε τρύπα από βόλι στη λαβή....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/ego-grekos-gennithika-grekos-ke-th-apothano-i-machi-tou-athanasiou-diakou-me-500-antres-enantion-chiliadon-tourkon-stin-alamana-i-sillipsi-i-filakisi-ke-o-martirikos-thanatos/
«Για ιδές καιρό που διάλεξε
ο χάρος να με πάρει
τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά
και βγάζει η γης χορτάρι»...
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Αθανάσιου Διάκου, πριν θανατωθεί με βάναυσο τρόπο από τους Τούρκους. Τον είχαν συλλάβει στην Αλαμάνα, όπου με μερικούς άντρες πολέμησε γενναία τον υπεράριθμο οθωμανικό στρατό. Τον οδήγησαν δεμένο στη Λαμία, όπου έμεινε για ένα βράδυ στο υπόγειο κτιρίου στη σημερινή οδό Αινιάνων. Το κτίριο ανήκε στους αδερφούς Γραμματίκα και σήμερα έχει κατεδαφιστεί....
Του ζήτησαν να συνεργαστεί μαζί τους αλλά αρνήθηκε, λέγοντάς τους: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός και θ’ αποθάνω!». Ο Ομέρ Βρυώνης δεν ήθελε να τον σκοτώσουν, επειδή τον γνώριζε προσωπικά από την αυλή του Αλή Πασά. Ωστόσο, ο Χαλήλμπεης επέμενε και έπεισε τον Κιοσέ Μεχμέτ, που ήταν ανώτερος του Βρυώνη να τον εκτελέσουν για παραδειγματισμό. Στις 24 Απριλίου 1821, ο Αθανάσιος Διάκος πέθανε με τη μέθοδο του ανασκολοπισμού. Ο ανασκολοπισμός, γνωστό και ως παλούκωμα, είναι από τους πιο βασανιστικούς και αργούς τρόπους εκτέλεσης....
Το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός και ήταν γιος ενός αγρότη από τη Μουσουνίτσα. Ο πατέρας του και ο ένας αδερφός του εκτελέστηκαν από τους Τούρκους, επειδή εφοδίαζαν τους κλέφτες της περιοχής. Ο Αθανάσιος ήταν 12 ετών και η μάνα του τον έστειλε να μάθει γράμματα σε μοναστήρι του Αγίου Προδρόμου, που βρισκόταν κοντά στην Αρτοτίνα στα Βαρδούσια όρη – γι’αυτό πήρε το προσωνύμιο «Διάκος». Σύμφωνα με περιγραφές, είχε μέτριο ανάστημα, ωραία μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά. Η λαϊκή παράδοση λέει ότι βγήκε στα βουνά επειδή σκότωσε Τούρκο Πασά, που εντυπωσιάστηκε από την εμφάνιση του και του έκανε πρόστυχη πρόταση. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο λόγος ήταν ότι σκότωσε κατά λάθος το γιο σημαντικής οικογένειας πάνω σε γλέντι και έγινε κλέφτης για να μην τον συλλάβουν....
Ο ηγούμενος της μονής τον σύστησε στον περίφημο κλέφτη Σκαλτσοδήμο και ακολούθησε τη δύσκολη ζωή των αρματολών. Έζησε για δύο χρόνια κατατρεγμένος στα βουνά της Φωκίδος, στήνοντας ενέδρες στους Τούρκους. Είχε στον έλεγχό του όλη την περιοχή, από τον Μόρνο ως τα ορεινά της Ηπείρου. Θεωρείτο ατρόμητος πολεμιστής, ευκίνητος και άριστος στη σκοποβολή....
Όταν ο Αλή Πασάς κάλεσε τους καπετάνιους στην αυλή του, ο Σκλατσοδήμος έστειλε τον Διάκο στη θέση του. Εκεί συναντήθηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, έγινε πρωτοπαλίκαρό του και εντάχθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Αργότερα, κατέκτησε τη Λιβαδειά και αποφάσισε να κινηθεί προς τη Λαμία, με δύναμη 1.500 ανδρών. Όταν οι τουρκικές δυνάμεις όδευαν προς τη Στερεά Ελλάδα για να καταπνίξουν την επανάσταση, οι ελληνικές δυνάμεις χωρίστηκαν σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα στεκόταν στη γέφυρα του Γοργοπόταμου με 600 άνδρες, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας με 500 άνδρες και ο Διάκος στη γέφυρα της Αλαμάνας με 500 άνδρες. Ο Χουρσίτ πασάς, έστειλε τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη με 8.000 πεζικό και 900 ιππείς ενώ την επόμενη μέρα προστέθηκαν άλλα 3.000 άτομα. Η μεγαλύτερη δύναμη των Τούρκων επιτέθηκε στον Διάκο στην Αλαμάνα, ο οποίος πολεμούσε γενναία με τους λιγοστούς άντρες του. Οι υπόλοιποι οπισθοχώρησαν αλλά ο Διάκος αρνήθηκε να υποχωρήσει και παρέμεινε στη θέση του. Ακολούθησαν μάχες σώμα με σώμα και οχυρώθηκε με δέκα άντρες στη θέση Μανδροστάματα της μονής Δαμάστας. Εκεί τραυματίστηκε στον ώμο και πέταξε το τουφέκι του που είχε σπάσει και το σπαθί του που είχε τρύπα από βόλι στη λαβή....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/ego-grekos-gennithika-grekos-ke-th-apothano-i-machi-tou-athanasiou-diakou-me-500-antres-enantion-chiliadon-tourkon-stin-alamana-i-sillipsi-i-filakisi-ke-o-martirikos-thanatos/
Το κτίριο στη Λαμία όπου φυλακίστηκε ο Αθανάσιος Διάκος. Η φωτογραφία είναι του 1976. ...
Η επάργυρη πιστόλα του Αθανασίου Διάκου εκτίθεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στη παλαιά Βουλή. Διασώθηκε μετά την μάχη της Αλαμάνας από το πρωτοπαλλήκαρό του. Φέρει ιδιόχειρη εγχάρακτη υπογραφή «θανάσις διάκος»....
Το Χάνι της Γραβιάς. Πως ο Ανδρούτσος και οι 120 άνδρες του μετέτρεψαν ένα καλυβάκι σε οχυρό και σταμάτησαν την στρατιά του Ομέρ Βρυώνη....
Μετά τη μάχη στην Αλαμάνα στις 23 Απριλίου 1821, που έληξε με τη συντριπτική ήττα των Ελλήνων από τους Τούρκους η ελληνική επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο κινδύνευε. Το ηθικό των Ελλήνων είχε αρχίσει να κλονίζεται με την είδηση ότι ο Αλβανός πασάς είχε σουβλίσει τον Αθανάσιο Διάκο. Μετά τη νίκη του αυτή, ο Ομέρ Βρυώνης είχε σκοπό να κατέβει στην Πελοπόννησο για να πλήξει τον πυρήνα της ελληνικής επανάστασης. Όμως, αποφάσισε να προβεί πρώτα σε εκκαθαρίσεις όλων των εστιών της αντίστασης και της επανάστασης στην Στερεά Ελλάδα. Ο Αλβανός πασάς ήξερε ότι η κατάπνιξη της επανάστασης θα διευκολυνόταν, αν κατάφερνε να προσεταιριστεί τους ντόπιους οπλαρχηγούς της Ρούμελης κατά το πέρασμά του....
«Ερχόντουσαν σε συνεννόηση με τους ντόπιους οπλαρχηγούς για να τους πάρουν στο μέρος τους και να κατέβουν μαζί στην Πελοπόννησο»...
Επιστολή στον Ανδρούτσο
Με αυτό το σκεπτικό ο πασάς αποφάσισε να έρθει σε επαφή με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Ο Ανδρούτσος ήταν για χρόνια στην αυλή του Αλή Πασά, όπως και ο Ομέρ Βρυώνης. Υπήρξε αρχηγός της προσωπικής φρουράς του και ο Αλή πασάς του είχε παραχωρήσει το αρματολίκι της Λιβαδειάς. Όμως, μετά τη ρήξη του πασά των Ιωαννίνων με την Πύλη, ο Ανδρούτσος μπήκε αγώνα εναντίον των Οθωμανών. Ο Ομέρ Βρυώνης εξαιτίας της σχέσης του Ανδρούτσου με τον Αλή πασά είχε την πεποίθηση ότι θα δεχόταν να συνεργαστεί μαζί του ενάντια στην ελληνική επανάσταση. Του έστειλε επιστολή, στην οποία του έγραφε «φίλε Οδυσσέα πρέπει να συνεργαστούμε, να είσαι μαζί μας και θα έχεις το αρματολίκι σου», όπως διηγήθηκε στην Μηχανή του Χρόνου ο ιστορικός Απόστολος Διαμαντής. Στην επιστολή αυτή ο Ομέρ Βρυώνης τον ενημέρωσε για τον θάνατο του Αθανάσιου Διάκου και του έταξε ότι αν προσεταιριζόταν με τις δυνάμεις του, θα του έδινε το αρματολίκι όλης της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας. Του πρότεινε επίσης, να συναντηθούν στη Γραβιά. Έτσι, στις αρχές Μαΐου ο Ανδρούτσος και οι άνδρες του έφτασαν στην περιοχή, όπου συναντήθηκαν με τον οπλαρχηγό Πανουργιά και Γιάννη Δυοβουνιώτη. Συζήτησαν πώς θα κατάφερναν να αναχαιτίσουν την πορεία του Ομέρ Βρυώνη. Ο Ανδρούτσος πρότεινε να κλειστούν στο Χάνι της Γραβιάς, ένα μικρό καλυβάκι, που χρησιμοποιούνταν για τη διαμονή των περαστικών. Ο Πανουργιάς και ο Γιάννης Δυοβουνιώτης δεν δέχτηκαν. Προτίμησαν να πάρουν θέσεις μάχης στον δρόμο για το Χάνι....
«Τα χάνια εκείνη την εποχή ήταν σε στρατηγικά περάσματα. Οι Οθωμανοί για να μπορέσουν να προχωρήσουν στον δρόμο για τον νότο, θα έπρεπε οπωσδήποτε να περάσουν από το συγκεκριμένο σημείο. Ο όγκος του Παρνασσού είναι δύσβατος και ασφαλώς στεκόταν εμπόδιο. Ακόμη και αν διάβαιναν με άλλον τρόπο, το πέρασμα ήταν στενό και θα έπρεπε να καταλάβουν το χάνι για να συνεχίσουν την πορεία τους στον ορεινό όγκο μπροστά τους», εξηγεί ο αναπληρωτής καθηγητής νεότερης και σύγχρονης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Θανάσης Χρήστου...
Ο Ανδρούτσος δεν ήθελε να επιβάλλει στους άνδρες του να τον ακολουθήσουν. Το Χάνι ήταν πλινθόκτιστο και οι άνδρες του Ομέρ Βρυώνη θα μπορούσαν να το ανατινάξουν και να τους οδηγήσουν όλους στον θάνατο. Ο Ανδρούτσος άρχισε να χορεύει τσάμικο και καλούσε τους πιο τολμηρούς να πιαστούν στον χορό και να τον ακολουθήσουν μέσα στο χάνι. Πρώτος άρπαξε το μαντήλι ο Γιάννης Γκούρας, ύστερα ο Παπανδριάς, ο Κομνάς Τράκας, ο Αγγελής Γοβιός και μετά οι Καπογιωργαίοι. Μέσα στο χάνι κλείστηκαν περίπου 120 άνδρες. Μετέτρεψαν το καλυβάκι σε οχυρό. Έφραξαν τα ανοίγματα με πέτρες και άνοιξαν πολεμίστρες. Οι κάνες των όπλων τους έβγαιναν από τα παράθυρα και τις τρύπες των τοίχων....
Στις 8 Μαΐου 1821 ο Ομέρ Βρυώνης με περίπου 8.000 άνδρες κατευθύνονταν προς το χάνι. Μέσα σε λίγες ώρες κατάφεραν να εκτοπίσουν τα τμήματα του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη και περικύκλωσαν το χάνι. Ο Ομέρ Βρυώνης έστειλε έναν δερβίση του να ζητήσει στον Ανδρούτσο να παραδοθεί. Ο δερβίσης άρχισε να του μιλάει στα αλβανικά και ο Ανδρούτσος το πήρε ως προσβολή. Η διαπραγμάτευση εξελίχθηκε σε ανταλλαγή ύβρεων μέχρι που ο Ανδρούτσος τον σκότωσε. Ήταν ένα έμμεσο μήνυμα ότι αρνούνταν να υποχωρήσει. Οι άνδρες του Ανδρούτσου άνοιξαν πυρ. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να κάνουν έφοδο, αλλά αποκρούστηκαν επιτυχώς. Κάποιοι από τους άντρες του, προσπαθούσαν να γκρεμίσουν τους τοίχους. Ο Ομέρ Βρυώνης κατάλαβε ότι για να διαλύσει το χάνι της Γραβιάς, έπρεπε να φέρει κανόνια από το Ζητούνι, τη σημερινή Λαμία. Έτσι, όσο περίμεναν τα κανόνια, σταμάτησαν την επίθεση. Είχαν χάσει ήδη αρκετούς άνδρες....
Ο Ανδρούτσος κατάλαβε το σχέδιο του Ομέρ Βρυώνη και τα μεσάνυχτα έδωσε εντολή αναχώρησης από το χάνι. Αφαίρεσαν ένα μέρος από τους πλίνθους της ανατολικής πλευράς και έκαναν την ηρωική έξοδο. Όταν το κατάλαβαν οι Τούρκοι ήταν πλέον αργά. Η ελληνική πλευρά έχασε έξι άνδρες κατά την έξοδο, ενώ άλλοι δυο τραυματίστηκαν. Τα θύματα των Τούρκων ήταν περισσότερα από 300, ενώ υπήρχαν και περίπου 600 τραυματίες. Η νίκη στο χάνι της Γραβιάς είχε μεγάλη στρατηγική σημασία για την εξέλιξη της επανάστασης. Ο Ανδρούτσος κατάφερε να καθυστερήσει την κάθοδο των Τουρκαλβανών στην Πελοπόννησο και έδωσε χρόνο στον Κολοκοτρώνη να προετοιμαστεί. Όπως είχε αναφέρει ο ιστορικός Τάκης Λάππας «τις δάφνες του Κολοκοτρώνη στη μάχη στο Βαλτέτσι τις έπλεξε ο Ανδρούτσος στη Στερεά». Για τη μάχη στη Γραβιά γράφτηκε και ελληνικό δημοτικό τραγούδι, στο οποίο λέει «Τ’ Αντρούτσου η μάνα χαίρεται, του Διάκου καμαρώνει. Γιατί έχουν γιους αρματολούς, και γιους καπεταναίους. Ανδρούτσος φυλάει τη Γραβιά, Διάκος την Αλαμάνα»....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/to-chani-tis-gravias-pos-o-androytsos-kai-oi-120-andres-toy-metetrepsan-ena-kalyvaki-se-ochyro-kai-stamatisan-tin-stratia-toy-omer-vryoni-i-simasia-tis-machis-drone/
Μετά τη μάχη στην Αλαμάνα στις 23 Απριλίου 1821, που έληξε με τη συντριπτική ήττα των Ελλήνων από τους Τούρκους η ελληνική επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο κινδύνευε. Το ηθικό των Ελλήνων είχε αρχίσει να κλονίζεται με την είδηση ότι ο Αλβανός πασάς είχε σουβλίσει τον Αθανάσιο Διάκο. Μετά τη νίκη του αυτή, ο Ομέρ Βρυώνης είχε σκοπό να κατέβει στην Πελοπόννησο για να πλήξει τον πυρήνα της ελληνικής επανάστασης. Όμως, αποφάσισε να προβεί πρώτα σε εκκαθαρίσεις όλων των εστιών της αντίστασης και της επανάστασης στην Στερεά Ελλάδα. Ο Αλβανός πασάς ήξερε ότι η κατάπνιξη της επανάστασης θα διευκολυνόταν, αν κατάφερνε να προσεταιριστεί τους ντόπιους οπλαρχηγούς της Ρούμελης κατά το πέρασμά του....
«Ερχόντουσαν σε συνεννόηση με τους ντόπιους οπλαρχηγούς για να τους πάρουν στο μέρος τους και να κατέβουν μαζί στην Πελοπόννησο»...
Επιστολή στον Ανδρούτσο
Με αυτό το σκεπτικό ο πασάς αποφάσισε να έρθει σε επαφή με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Ο Ανδρούτσος ήταν για χρόνια στην αυλή του Αλή Πασά, όπως και ο Ομέρ Βρυώνης. Υπήρξε αρχηγός της προσωπικής φρουράς του και ο Αλή πασάς του είχε παραχωρήσει το αρματολίκι της Λιβαδειάς. Όμως, μετά τη ρήξη του πασά των Ιωαννίνων με την Πύλη, ο Ανδρούτσος μπήκε αγώνα εναντίον των Οθωμανών. Ο Ομέρ Βρυώνης εξαιτίας της σχέσης του Ανδρούτσου με τον Αλή πασά είχε την πεποίθηση ότι θα δεχόταν να συνεργαστεί μαζί του ενάντια στην ελληνική επανάσταση. Του έστειλε επιστολή, στην οποία του έγραφε «φίλε Οδυσσέα πρέπει να συνεργαστούμε, να είσαι μαζί μας και θα έχεις το αρματολίκι σου», όπως διηγήθηκε στην Μηχανή του Χρόνου ο ιστορικός Απόστολος Διαμαντής. Στην επιστολή αυτή ο Ομέρ Βρυώνης τον ενημέρωσε για τον θάνατο του Αθανάσιου Διάκου και του έταξε ότι αν προσεταιριζόταν με τις δυνάμεις του, θα του έδινε το αρματολίκι όλης της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας. Του πρότεινε επίσης, να συναντηθούν στη Γραβιά. Έτσι, στις αρχές Μαΐου ο Ανδρούτσος και οι άνδρες του έφτασαν στην περιοχή, όπου συναντήθηκαν με τον οπλαρχηγό Πανουργιά και Γιάννη Δυοβουνιώτη. Συζήτησαν πώς θα κατάφερναν να αναχαιτίσουν την πορεία του Ομέρ Βρυώνη. Ο Ανδρούτσος πρότεινε να κλειστούν στο Χάνι της Γραβιάς, ένα μικρό καλυβάκι, που χρησιμοποιούνταν για τη διαμονή των περαστικών. Ο Πανουργιάς και ο Γιάννης Δυοβουνιώτης δεν δέχτηκαν. Προτίμησαν να πάρουν θέσεις μάχης στον δρόμο για το Χάνι....
«Τα χάνια εκείνη την εποχή ήταν σε στρατηγικά περάσματα. Οι Οθωμανοί για να μπορέσουν να προχωρήσουν στον δρόμο για τον νότο, θα έπρεπε οπωσδήποτε να περάσουν από το συγκεκριμένο σημείο. Ο όγκος του Παρνασσού είναι δύσβατος και ασφαλώς στεκόταν εμπόδιο. Ακόμη και αν διάβαιναν με άλλον τρόπο, το πέρασμα ήταν στενό και θα έπρεπε να καταλάβουν το χάνι για να συνεχίσουν την πορεία τους στον ορεινό όγκο μπροστά τους», εξηγεί ο αναπληρωτής καθηγητής νεότερης και σύγχρονης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Θανάσης Χρήστου...
Ο Ανδρούτσος δεν ήθελε να επιβάλλει στους άνδρες του να τον ακολουθήσουν. Το Χάνι ήταν πλινθόκτιστο και οι άνδρες του Ομέρ Βρυώνη θα μπορούσαν να το ανατινάξουν και να τους οδηγήσουν όλους στον θάνατο. Ο Ανδρούτσος άρχισε να χορεύει τσάμικο και καλούσε τους πιο τολμηρούς να πιαστούν στον χορό και να τον ακολουθήσουν μέσα στο χάνι. Πρώτος άρπαξε το μαντήλι ο Γιάννης Γκούρας, ύστερα ο Παπανδριάς, ο Κομνάς Τράκας, ο Αγγελής Γοβιός και μετά οι Καπογιωργαίοι. Μέσα στο χάνι κλείστηκαν περίπου 120 άνδρες. Μετέτρεψαν το καλυβάκι σε οχυρό. Έφραξαν τα ανοίγματα με πέτρες και άνοιξαν πολεμίστρες. Οι κάνες των όπλων τους έβγαιναν από τα παράθυρα και τις τρύπες των τοίχων....
Στις 8 Μαΐου 1821 ο Ομέρ Βρυώνης με περίπου 8.000 άνδρες κατευθύνονταν προς το χάνι. Μέσα σε λίγες ώρες κατάφεραν να εκτοπίσουν τα τμήματα του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη και περικύκλωσαν το χάνι. Ο Ομέρ Βρυώνης έστειλε έναν δερβίση του να ζητήσει στον Ανδρούτσο να παραδοθεί. Ο δερβίσης άρχισε να του μιλάει στα αλβανικά και ο Ανδρούτσος το πήρε ως προσβολή. Η διαπραγμάτευση εξελίχθηκε σε ανταλλαγή ύβρεων μέχρι που ο Ανδρούτσος τον σκότωσε. Ήταν ένα έμμεσο μήνυμα ότι αρνούνταν να υποχωρήσει. Οι άνδρες του Ανδρούτσου άνοιξαν πυρ. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να κάνουν έφοδο, αλλά αποκρούστηκαν επιτυχώς. Κάποιοι από τους άντρες του, προσπαθούσαν να γκρεμίσουν τους τοίχους. Ο Ομέρ Βρυώνης κατάλαβε ότι για να διαλύσει το χάνι της Γραβιάς, έπρεπε να φέρει κανόνια από το Ζητούνι, τη σημερινή Λαμία. Έτσι, όσο περίμεναν τα κανόνια, σταμάτησαν την επίθεση. Είχαν χάσει ήδη αρκετούς άνδρες....
Ο Ανδρούτσος κατάλαβε το σχέδιο του Ομέρ Βρυώνη και τα μεσάνυχτα έδωσε εντολή αναχώρησης από το χάνι. Αφαίρεσαν ένα μέρος από τους πλίνθους της ανατολικής πλευράς και έκαναν την ηρωική έξοδο. Όταν το κατάλαβαν οι Τούρκοι ήταν πλέον αργά. Η ελληνική πλευρά έχασε έξι άνδρες κατά την έξοδο, ενώ άλλοι δυο τραυματίστηκαν. Τα θύματα των Τούρκων ήταν περισσότερα από 300, ενώ υπήρχαν και περίπου 600 τραυματίες. Η νίκη στο χάνι της Γραβιάς είχε μεγάλη στρατηγική σημασία για την εξέλιξη της επανάστασης. Ο Ανδρούτσος κατάφερε να καθυστερήσει την κάθοδο των Τουρκαλβανών στην Πελοπόννησο και έδωσε χρόνο στον Κολοκοτρώνη να προετοιμαστεί. Όπως είχε αναφέρει ο ιστορικός Τάκης Λάππας «τις δάφνες του Κολοκοτρώνη στη μάχη στο Βαλτέτσι τις έπλεξε ο Ανδρούτσος στη Στερεά». Για τη μάχη στη Γραβιά γράφτηκε και ελληνικό δημοτικό τραγούδι, στο οποίο λέει «Τ’ Αντρούτσου η μάνα χαίρεται, του Διάκου καμαρώνει. Γιατί έχουν γιους αρματολούς, και γιους καπεταναίους. Ανδρούτσος φυλάει τη Γραβιά, Διάκος την Αλαμάνα»....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/to-chani-tis-gravias-pos-o-androytsos-kai-oi-120-andres-toy-metetrepsan-ena-kalyvaki-se-ochyro-kai-stamatisan-tin-stratia-toy-omer-vryoni-i-simasia-tis-machis-drone/
Επανάληψη Κεφαλαίου
5. Η επανάσταση στα νησιά του Αιγαίου
Η επανάσταση στα νησιά του Αιγαίου
More presentations from Apostolos Angelopoulos
Τα Πυρπολικά
Κατάλογος πυρπολητών
Στον κατάλογο αυτό αναφέρονται τα ονόματα όσων πυρπολητών καταφέραμε να συγκεντρώσουμε από διάφορες πηγές.
Υδραίοι: Αλεξανδρής Δημήτριος, Βατικιώτης Γεώργιος, Βώκος Αντώνιος του Θεοφάνους, Βώκος Θεόδωρος του Θεοφάνους, Γεωργίου Δημήτριος, Δημαμάς Αναγνώστης, Διοκαράντος Μπίκος Αντώνιος, Θεοχάρης Ιωάννης, Θεοχάρης Γεώργιος, Καλογιάννης Δημήτριος, Μάνεζας Ανδρέας, Ματρόζος Ιωάννης, Μπουντούρης Μιχαήλ, Μπούτης Εμμανουήλ, Μπίκος Αντώνιος, Παπαπάνου Ανδρέας, Πινότσης Ανδρέας, Πιπίνος Ανδρέας, Ραφαλιάς Δημήτριος, Ραμπότσης Αναστάσιος, Σπαχής Μαρίνης, Σπαχής Αναστάσιος, Στύπας Ιωάννης, Τζερεμές Γεώργιος, Τσαγκάρης Λινάρδος, Τσάπελης Δημήτριος, Φιλιππάγκος Α., Φωτιάς Δήμας.
Σπετσιώτες: Γουδής Δημήτριος, Καστελιώτης Ιωάννης, Λάμπρου Δημήτριος, Λεμπέσης Ανάργυρος, Ματρόζος Αλέξανδρος (Λέκκας), Μουσιού ή Μουσιός Λάζαρος, Μπαρμπάτσης Κοσμάς, Μπάτης Ανδρέας, Μπρέσκας Θεόδωρος, Ποριώτης Δημήτριος, Σπαχής Πέτρος, Σπύρου Παντελής, Σταύρου Π., Σπύρου Παντελής, Τσατσαρώνης Ιωάννης, Χότζας Ανδριανός, Παξινός Γεώργιος.
Ψαριανοί : Βρατσάνος Νικόλαος, Βρούλος Ανδρέας, Καλαφάτης Ιωάννης, Κανάρης Κωνσταντίνος, Κουτσούκος Δημήτριος, Νικόδημος Κωνσταντίνος, Παπανικολής Δημήτριος, Πέτρου Γεώργιος, Σαρηγιάννης Νικόλαος, Σπανός Νικόλαος.
Νίκος Γιαννόπουλος, ιστορικός...
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/pos-ta-pirpolika-exelichthikan-se-ena-tromero-polemiko-oplo-sta-cheria-ton-ellinon-naftikon-tou-1821-i-kivernites-tous-papanikolis-pipinos-ke-matrozos-edosan-ta-onomata-tous-sta-thrilika-ipovrichia/
Στον κατάλογο αυτό αναφέρονται τα ονόματα όσων πυρπολητών καταφέραμε να συγκεντρώσουμε από διάφορες πηγές.
Υδραίοι: Αλεξανδρής Δημήτριος, Βατικιώτης Γεώργιος, Βώκος Αντώνιος του Θεοφάνους, Βώκος Θεόδωρος του Θεοφάνους, Γεωργίου Δημήτριος, Δημαμάς Αναγνώστης, Διοκαράντος Μπίκος Αντώνιος, Θεοχάρης Ιωάννης, Θεοχάρης Γεώργιος, Καλογιάννης Δημήτριος, Μάνεζας Ανδρέας, Ματρόζος Ιωάννης, Μπουντούρης Μιχαήλ, Μπούτης Εμμανουήλ, Μπίκος Αντώνιος, Παπαπάνου Ανδρέας, Πινότσης Ανδρέας, Πιπίνος Ανδρέας, Ραφαλιάς Δημήτριος, Ραμπότσης Αναστάσιος, Σπαχής Μαρίνης, Σπαχής Αναστάσιος, Στύπας Ιωάννης, Τζερεμές Γεώργιος, Τσαγκάρης Λινάρδος, Τσάπελης Δημήτριος, Φιλιππάγκος Α., Φωτιάς Δήμας.
Σπετσιώτες: Γουδής Δημήτριος, Καστελιώτης Ιωάννης, Λάμπρου Δημήτριος, Λεμπέσης Ανάργυρος, Ματρόζος Αλέξανδρος (Λέκκας), Μουσιού ή Μουσιός Λάζαρος, Μπαρμπάτσης Κοσμάς, Μπάτης Ανδρέας, Μπρέσκας Θεόδωρος, Ποριώτης Δημήτριος, Σπαχής Πέτρος, Σπύρου Παντελής, Σταύρου Π., Σπύρου Παντελής, Τσατσαρώνης Ιωάννης, Χότζας Ανδριανός, Παξινός Γεώργιος.
Ψαριανοί : Βρατσάνος Νικόλαος, Βρούλος Ανδρέας, Καλαφάτης Ιωάννης, Κανάρης Κωνσταντίνος, Κουτσούκος Δημήτριος, Νικόδημος Κωνσταντίνος, Παπανικολής Δημήτριος, Πέτρου Γεώργιος, Σαρηγιάννης Νικόλαος, Σπανός Νικόλαος.
Νίκος Γιαννόπουλος, ιστορικός...
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/pos-ta-pirpolika-exelichthikan-se-ena-tromero-polemiko-oplo-sta-cheria-ton-ellinon-naftikon-tou-1821-i-kivernites-tous-papanikolis-pipinos-ke-matrozos-edosan-ta-onomata-tous-sta-thrilika-ipovrichia/
Ο Δημήτριος Παπανικολής (1790-1855) ήταν σπουδαίος ναυμάχος και διάσημος πυρπολητής κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Γεννήθηκε στα Ψαρά και από μικρή ηλικία μπήκε στο ναυτικό μαχόμενος τους Βέρβερους και τους Αλγερινούς πειρατές. Όταν εξερράγη η επανάσταση προκαλούσε τρόμο με τους συντρόφους του πυρπολητές στον οθωμανικό στόλο. Το όνομα «Παπανικολής» έχει δοθεί σε διάφορα υποβρύχια του ελληνικού πολεμικού ναυτικού προς τιμή του αγωνιστή. |
Η πυρπόληση του τουρκικού δίκροτου στο λιμάνι της Ερεσσού από τον Δ. Παπανικολή, έργο του Βολανάκη
Ο Δ. Παπανικολής (προτομή) Πεδίον του Άρεως
Γεννήθηκε στα Ψαρά και από μικρός δούλευε στα καράβια συγγενών του. Το 1820
έγινε κυβερνήτης ενός μικρού εμπορικού πλοίου. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, κατατάχτηκε σαν πυρπολητής. Στις 6 Ιουνίου του 1822 έκαψε στη Χίο την τουρκική ναυαρχίδα μαζί με 2286 ναύτες και το ναύαρχό της τον Καρά Αλή. Τον Οκτώβρη τουίδιου χρόνου έκαψε την υποναυαρχίδα του τουρκικού στόλου και το 1824 δυο καράβια του Χοσρέφ Πασά. Το 1825 αποφάσισε να καταστρέψει με πυρπολικά τον αιγυπτιακό στόλο στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αλλά απέτυχε. Είχε την τύχη να ζήσει και να δει την Ελλάδα ελεύθερη. Έγινε Υπουργός Ναυτικών και το 1877 λίγο πριν πεθάνει, Πρωθυπουργός. Ο “ναύαρχος” όπως τον αποκαλούσε ο λαός , πέθανε επί των επάλξεων της πολιτικής στις 2 Σεπτεμβρίου 1877 και κηδεύτηκε με μεγαλοπρέπεια στο Α΄νεκροταφείο. |
Οι κυριότερες πολεμικές ενέργειες του Κανάρη στην Επανάσταση του '21:
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/341
© SanSimera.gr
- Πυρπολεί την ναυαρχίδα του καπετάν πασά Καρά Αλή στη Χίο (6 - 7 Ιουνίου 1822). 2.000 νεκροί Οθωμανοί, ανάμεσά τους και ο Καρά Αλής.
- Ανατινάζει τουρκικό δίκροτο στο στενό μεταξύ Τενέδου και Τρωάδας (28 Οκτωβρίου 1822). Επρόκειτο για την υποναυαρχίδα του νέου αρχιναυάρχου Κακλαμάν Μεχμέτ Πασά, που είχε διαδεχθεί τον Καρά Αλή. 800 νεκροί Οθωμανοί.
- Πυρπολεί τουρκική φρεγάτα κοντά στη Σάμο (5 Αυγούστου 1824), εκδικούμενος την καταστροφή της Κάσου και της πατρίδας του. 600 νεκροί Οθωμανοί.
- Πυρπολεί τουρκική κορβέτα στα ανοιχτά της Μυτιλήνης (23 - 24 Σεπτεμβρίου 1824).
- Και η τολμηρότερη ενέργεια του: αποπειράται να πυρπολήσει τον αιγυπτιακό στόλο στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας (29 Ιουλίου 1825). Το εγχείρημα απέτυχε, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών (απρόοπτος μεταβολή του ανέμου).
- Νικόλαος (1818-1848), σκοτώθηκε σε ειδική αποστολή στη Βηρυτό.
- Θεμιστοκλής (1819-1851), σκοτώθηκε σε ειδική αποστολή στην Αίγυπτο.
- Μιλτιάδης (1822-1899), ναύαρχος και πολιτικός.
- Λυκούργος (1826-1865), νομικός.
- Μαρία (1828-1847)
- Αριστείδης (1831-1863), αξιωματικός. Σκοτώθηκε έξω από τα ανάκτορα (Ηρώδου του Αττικού), κατά τη διάρκεια των «Ιουνιανών».
- Θρασύβουλος (1834-1898), ναύαρχος.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/341
© SanSimera.gr
Η ασημένια λήκυθος όπου φυλάσσεται η καρδιά του Κανάρη, με επιγραφή "Χαίρε καρδία Ναυάρχου Κανάρη" (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα)
Μαντώ Μαυρογένους
Εξέχουσα μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, μία από τις ελάχιστες γυναίκες που διακρίθηκαν στον Αγώνα. Οι πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση της αντλούνται κυρίως από ξένους συγγραφείς, τους οποίους φαίνεται ότι είχε σαγηνεύσει με την προσωπικότητα και την ομορφιά της και όχι από τους συγχρόνούς της Έλληνες ιστορικούς και απομνηματογράφους, που αποσιώπησαν ή υποτίμησαν την προσφορά της στον Αγώνα.
Η Μαντώ (Μαγδαληνή το βαπτιστικό της όνομα) Μαυρογένους γεννήθηκε το 1796 ή το 1797 στην Τεργέστη, όπου ο πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης, γόνος της ονομαστής φαναριώτικης οικογένειας των Μαυρογένηδων με καταγωγή από τις Κυκλάδες, ασχολείτο με το εμπόριο. Η μητέρα της Ζαχαράτη Χατζή Μπατή, γεννημένη στη Μύκονο, αλλά με καταγωγή από τη Σπάρτη, ήταν πολύγλωσση και κρατούσε τα κατάστιχα των εμπορικών δραστηριοτήτων του άνδρα της. Σύμφωνα με τον Γάλλο φιλέλληνα στρατιωτικό και συγγραφέα Μαξίμ Ρεμπό (1760-1842), η Μαντώ γνώριζε γαλλικά και ιταλικά. Ήταν προικισμένη μ’ ένα γλυκύτατο χαρακτήρα, αλλά «όταν μιλάει για την ελευθερία της πατρίδας της, φλογίζεται, η συζήτηση ζωντανεύει και τα λόγια της κυλάνε με μια φυσική ευγλωττία που σου κρατούν την ανάσα».
Με την έναρξη της Επανάστασης, η Μαντώ Μαυρογένους από την Τήνο, όπου διέμενε μετά τον θάνατο του πατέρα της το 1818, έσπευσε στη Μύκονο (29 Δεκεμβρίου 1821, σύμφωνα με τον Κασομούλη) και πρωτοστάτησε στην εξέγερση των κατοίκων του νησιού. Διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά για τον εξοπλισμό και την επάνδρωση μυκονιάτικων πλοίων και κατά τις πληροφορίες ξένων, κυρίως, περιηγητών έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων στην Κάρυστο, στο Πήλιο και τη Φθιώτιδα (1823). Στις 11 Οκτωβρίου 1822 ηγήθηκε του αγώνα των κατοίκων της Μυκόνου για την απόκρουση της απόβασης των αλγερινών πειρατών στο νησί. Η παρουσία της αποσιωπάται από τους Έλληνες ιστορικούς, αλλά την αναφέρει ο Γάλλος περιηγητής Φρανσουά Πουκεβίλ (1773-1838).
Από τις ελληνικές πηγές προκύπτει ότι το 1823 το Βουλευτικό αναγνώρισε με απόφασή του τις ως τότε υπηρεσίες της και της απένειμε το βαθμό του αντιστρατήγου. Τον Μάιο του 1825 η Μαντώ προσέφερε στην κυβέρνηση ομολογίες 30.000 γροσίων και ζήτησε να διατεθούν για να λάβει μέρος η ίδια, με όσους στρατιώτες θα τής διέθετε η διοίκηση, σε επιχειρήσεις εναντίον των Τουρκοαιγυπτίων. Η οικονομική ενίσχυση του Αγώνα από τη Μαντώ Μαυρογένους και γενικότερα η δράση της, όπως οι επιστολές της προς τις φιλελληνίδες τής Γαλλίας και της Αγγλίας, κατέστησαν θρυλικό το όνομά της στους ευρωπαϊκούς φιλελληνικούς κύκλους και η προσωπογραφία της τυπώθηκε και κυκλοφόρησε το 1827 σε όλη την Ευρώπη.
Το 1825 ζούσε στο Ναύπλιο σ’ ένα μισοερειπωμένο σπίτι. Οι πόροι της είχαν εξαντληθεί και αναγκαζόταν να εκποιεί ακίνητα της οικογένειάς της που είχε στα νησιά των Κυκλάδων. Ο έρωτάς της για τον στρατηγό Δημήτριο Υψηλάντη (1794-1832) προκάλεσε την αντίδραση τού περιβάλλοντός του και πολλά κουτσομπολιά στο Ναύπλιο. Ο Υψηλάντης φαίνεται να της είχε υποσχεθεί γάμο, αλλά σύμφωνα με τον Μαυροκορδάτο, «επικράθη πάρα πολύ και απεφάσισε να πάρη το λόγο του οπίσω, όπου είχε δώσει προς αυτήν πριν ανακαλύψει τας μετά του κυρίου Βλακέρου σχέσεις της». Ο Βλακέρος, όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες, ήταν ο άγγλος φιλέλληνας Έντουαρντ Μπλάκιερ (1779 - 1832), μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, που έπαιξε ενεργό ρόλο στα δάνεια της ανεξαρτησίας.
Η αθέτηση της υπόσχεσης του Δημητρίου Υψηλάντη ότι θα τη νυμφευόταν, η ένδεια στην οποία είχε περιέλθει και η βίαιη απομάκρυνσή της από το Ναύπλιο το 1826 με εντολή του Ιωάννη Κωλέττη, υπήρξαν βαρύτατα πλήγματα για την ηρωίδα. Ενεργώντας απερίσκεπτα υπέβαλε στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827), ένα υπόμνημα - κατηγορητήριο κατά του Υψηλάντη, ζητώντας από τους πληρεξουσίους να δικαιώσουν την ίδια και να καταδικάσουν τον στρατηγό. Όπως μας πληροφορεί ο πολιτικός και συγγραφέας Νικόλαος Δραγούμης (1809-1879) στις «Ιστορικές Αναμνήσεις του: «Και εκ των ακροατών μία μόνη γυνή, η αντιστράτηγος Μαντώ Μαυρογένους, ήτις πωλήσασα τα εν Μυκόνω υπάρχοντα αυτής ώρμησεν εις το πεδίον τού Αγώνος, φορούσα μέλαιναν εσθήτα χρυσοπάρυφον και πίλον ευρωπαϊκόν, ουχί βεβαίως του τελευταίου των Παρισίων συρμού, και διά νευμάτων αιτουμένη την ανάγνωσιν τής ουδέποτε αναγνωσθείσης κατά τού Υψηλάντου αναφοράς». Το υπόμνημα της Μαυτογένους δεν αναγνώστηκε ποτέ, ούτε καν αναφέρεται στα πρακτικά της Συνέλευσης.
Νέα σχετική αναφορά υπέβαλε λίγες μέρες μετά την άφιξη στην Ελλάδα του Ιωάννη Καποδίστρια (1η Φεβρουαρίου 1828). Ο πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους αναγνώρισε τα ανδραγαθήματα και τις θυσίες της προς το έθνος και τις απένειμε τον τιμητικό βαθμό του αντιστρατήγου και μικρή σύνταξη. Παράλληλα, τις ανέθεσε την εποπτεία του Ορφανοτροφείου του Ναυπλίου.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (1831) τα προβλήματα επιβίωσης οξύνθηκαν για την ηρωίδα, ενώ επιδεινώθηκαν και οι σχέσεις με την οικογένειά της. Η μητέρα της, αλλά και ο σύζυγος της αδελφής της την κατηγορούν ότι κατασπατάλησε τη μεγάλη οικογενειακή περιουσία. Αναγκάζεται τότε να απευθύνει επιστολή προς τον βασιλιά Όθωνα και να του διεκτραγωδήσει την κατάστασή της. Δεν λαμβάνει καμία απάντηση.
Εγκαθίσταται στη Πάρο, όπου υπήρχαν συγγενείς της, αλλά για κακή της τύχη θα προσβληθεί από τυφοειδή πυρετό. Στην Παροικιά υπάρχει ένας μόνο γιατρός και αυτός πρακτικός, ο Φραγκίσκος Κονταρίνης, που στο παρελθόν είχε δουλέψει στην Ιταλία ως βοηθός φαρμακοποιού. Ένα πρωινό του Ιουλίου του 1840 η ηρωίδα θα κλείσει για πάντα τα μάτια της, σε ηλικία 44 ετών, σχεδόν λησμονημένη απ’ όλους.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1015
© SanSimera.gr
Εξέχουσα μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, μία από τις ελάχιστες γυναίκες που διακρίθηκαν στον Αγώνα. Οι πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση της αντλούνται κυρίως από ξένους συγγραφείς, τους οποίους φαίνεται ότι είχε σαγηνεύσει με την προσωπικότητα και την ομορφιά της και όχι από τους συγχρόνούς της Έλληνες ιστορικούς και απομνηματογράφους, που αποσιώπησαν ή υποτίμησαν την προσφορά της στον Αγώνα.
Η Μαντώ (Μαγδαληνή το βαπτιστικό της όνομα) Μαυρογένους γεννήθηκε το 1796 ή το 1797 στην Τεργέστη, όπου ο πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης, γόνος της ονομαστής φαναριώτικης οικογένειας των Μαυρογένηδων με καταγωγή από τις Κυκλάδες, ασχολείτο με το εμπόριο. Η μητέρα της Ζαχαράτη Χατζή Μπατή, γεννημένη στη Μύκονο, αλλά με καταγωγή από τη Σπάρτη, ήταν πολύγλωσση και κρατούσε τα κατάστιχα των εμπορικών δραστηριοτήτων του άνδρα της. Σύμφωνα με τον Γάλλο φιλέλληνα στρατιωτικό και συγγραφέα Μαξίμ Ρεμπό (1760-1842), η Μαντώ γνώριζε γαλλικά και ιταλικά. Ήταν προικισμένη μ’ ένα γλυκύτατο χαρακτήρα, αλλά «όταν μιλάει για την ελευθερία της πατρίδας της, φλογίζεται, η συζήτηση ζωντανεύει και τα λόγια της κυλάνε με μια φυσική ευγλωττία που σου κρατούν την ανάσα».
Με την έναρξη της Επανάστασης, η Μαντώ Μαυρογένους από την Τήνο, όπου διέμενε μετά τον θάνατο του πατέρα της το 1818, έσπευσε στη Μύκονο (29 Δεκεμβρίου 1821, σύμφωνα με τον Κασομούλη) και πρωτοστάτησε στην εξέγερση των κατοίκων του νησιού. Διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά για τον εξοπλισμό και την επάνδρωση μυκονιάτικων πλοίων και κατά τις πληροφορίες ξένων, κυρίως, περιηγητών έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων στην Κάρυστο, στο Πήλιο και τη Φθιώτιδα (1823). Στις 11 Οκτωβρίου 1822 ηγήθηκε του αγώνα των κατοίκων της Μυκόνου για την απόκρουση της απόβασης των αλγερινών πειρατών στο νησί. Η παρουσία της αποσιωπάται από τους Έλληνες ιστορικούς, αλλά την αναφέρει ο Γάλλος περιηγητής Φρανσουά Πουκεβίλ (1773-1838).
Από τις ελληνικές πηγές προκύπτει ότι το 1823 το Βουλευτικό αναγνώρισε με απόφασή του τις ως τότε υπηρεσίες της και της απένειμε το βαθμό του αντιστρατήγου. Τον Μάιο του 1825 η Μαντώ προσέφερε στην κυβέρνηση ομολογίες 30.000 γροσίων και ζήτησε να διατεθούν για να λάβει μέρος η ίδια, με όσους στρατιώτες θα τής διέθετε η διοίκηση, σε επιχειρήσεις εναντίον των Τουρκοαιγυπτίων. Η οικονομική ενίσχυση του Αγώνα από τη Μαντώ Μαυρογένους και γενικότερα η δράση της, όπως οι επιστολές της προς τις φιλελληνίδες τής Γαλλίας και της Αγγλίας, κατέστησαν θρυλικό το όνομά της στους ευρωπαϊκούς φιλελληνικούς κύκλους και η προσωπογραφία της τυπώθηκε και κυκλοφόρησε το 1827 σε όλη την Ευρώπη.
Το 1825 ζούσε στο Ναύπλιο σ’ ένα μισοερειπωμένο σπίτι. Οι πόροι της είχαν εξαντληθεί και αναγκαζόταν να εκποιεί ακίνητα της οικογένειάς της που είχε στα νησιά των Κυκλάδων. Ο έρωτάς της για τον στρατηγό Δημήτριο Υψηλάντη (1794-1832) προκάλεσε την αντίδραση τού περιβάλλοντός του και πολλά κουτσομπολιά στο Ναύπλιο. Ο Υψηλάντης φαίνεται να της είχε υποσχεθεί γάμο, αλλά σύμφωνα με τον Μαυροκορδάτο, «επικράθη πάρα πολύ και απεφάσισε να πάρη το λόγο του οπίσω, όπου είχε δώσει προς αυτήν πριν ανακαλύψει τας μετά του κυρίου Βλακέρου σχέσεις της». Ο Βλακέρος, όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες, ήταν ο άγγλος φιλέλληνας Έντουαρντ Μπλάκιερ (1779 - 1832), μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, που έπαιξε ενεργό ρόλο στα δάνεια της ανεξαρτησίας.
Η αθέτηση της υπόσχεσης του Δημητρίου Υψηλάντη ότι θα τη νυμφευόταν, η ένδεια στην οποία είχε περιέλθει και η βίαιη απομάκρυνσή της από το Ναύπλιο το 1826 με εντολή του Ιωάννη Κωλέττη, υπήρξαν βαρύτατα πλήγματα για την ηρωίδα. Ενεργώντας απερίσκεπτα υπέβαλε στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827), ένα υπόμνημα - κατηγορητήριο κατά του Υψηλάντη, ζητώντας από τους πληρεξουσίους να δικαιώσουν την ίδια και να καταδικάσουν τον στρατηγό. Όπως μας πληροφορεί ο πολιτικός και συγγραφέας Νικόλαος Δραγούμης (1809-1879) στις «Ιστορικές Αναμνήσεις του: «Και εκ των ακροατών μία μόνη γυνή, η αντιστράτηγος Μαντώ Μαυρογένους, ήτις πωλήσασα τα εν Μυκόνω υπάρχοντα αυτής ώρμησεν εις το πεδίον τού Αγώνος, φορούσα μέλαιναν εσθήτα χρυσοπάρυφον και πίλον ευρωπαϊκόν, ουχί βεβαίως του τελευταίου των Παρισίων συρμού, και διά νευμάτων αιτουμένη την ανάγνωσιν τής ουδέποτε αναγνωσθείσης κατά τού Υψηλάντου αναφοράς». Το υπόμνημα της Μαυτογένους δεν αναγνώστηκε ποτέ, ούτε καν αναφέρεται στα πρακτικά της Συνέλευσης.
Νέα σχετική αναφορά υπέβαλε λίγες μέρες μετά την άφιξη στην Ελλάδα του Ιωάννη Καποδίστρια (1η Φεβρουαρίου 1828). Ο πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους αναγνώρισε τα ανδραγαθήματα και τις θυσίες της προς το έθνος και τις απένειμε τον τιμητικό βαθμό του αντιστρατήγου και μικρή σύνταξη. Παράλληλα, τις ανέθεσε την εποπτεία του Ορφανοτροφείου του Ναυπλίου.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (1831) τα προβλήματα επιβίωσης οξύνθηκαν για την ηρωίδα, ενώ επιδεινώθηκαν και οι σχέσεις με την οικογένειά της. Η μητέρα της, αλλά και ο σύζυγος της αδελφής της την κατηγορούν ότι κατασπατάλησε τη μεγάλη οικογενειακή περιουσία. Αναγκάζεται τότε να απευθύνει επιστολή προς τον βασιλιά Όθωνα και να του διεκτραγωδήσει την κατάστασή της. Δεν λαμβάνει καμία απάντηση.
Εγκαθίσταται στη Πάρο, όπου υπήρχαν συγγενείς της, αλλά για κακή της τύχη θα προσβληθεί από τυφοειδή πυρετό. Στην Παροικιά υπάρχει ένας μόνο γιατρός και αυτός πρακτικός, ο Φραγκίσκος Κονταρίνης, που στο παρελθόν είχε δουλέψει στην Ιταλία ως βοηθός φαρμακοποιού. Ένα πρωινό του Ιουλίου του 1840 η ηρωίδα θα κλείσει για πάντα τα μάτια της, σε ηλικία 44 ετών, σχεδόν λησμονημένη απ’ όλους.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1015
© SanSimera.gr
Η Καταστροφή της Χίου
Αναφερόμαστε στη σφαγή δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων στη Χίο από τους Οθωμανούς Τούρκους στις 30 Μαρτίου 1822, ως αντίποινα για την κήρυξη της επανάστασης στο νησί από τον Σάμιο Λυκούργο Λογοθέτη.
Η έκρηξη της Επανάστασης βρήκε το πολυπληθές ελληνικό στοιχείο της Χίου να ευημερεί (117.000 έναντι 3.000 Οθωμανών Τούρκων και 100 Εβραίων). Με τον στόλο τους, το εμπορικό τους δαιμόνιο και τη διπλωματία τους, οι Χιώτες κυριαρχούσαν στη Μαύρη Θάλασσα, το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Το γεγονός αυτό ώθησε τον Σουλτάνο να παραχωρήσει στο νησί πολλά προνόμια, που άγγιζαν το καθεστώς αυτονομίας.
Έτσι, οι κυρίαρχες τάξεις της Χίου δεν είχαν κανένα λόγο να ξεσηκωθούν κατά των Τούρκων. Το μαρτυρά και η αποτυχία του Τομπάζη τον Απρίλιο του 1821. Οι ντόπιοι πρόκριτοι είχαν και μία σοβαρή δικαιολογία να αντιδρούν στον ξεσηκωμό: η Χίος βρίσκεται σχεδόν δύο μίλια από τη Μικρασιατική ενδοχώρα, με αποτέλεσμα κάθε απόπειρα εξέγερσης να είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Στις 10 Μαρτίου 1822 ο Σάμιος Λυκούργος Λογοθέτης, με την προτροπή του Χιώτη Αντωνίου Μπουρνιά, αποβιβάστηκε στο νησί με 1.500 άνδρες και πέτυχε να συνεγείρει τους ντόπιους, κυρίως τους κατοίκους της υπαίθρου. Οι 3.000 Τούρκοι του νησιού πρόλαβαν να κλειστούν στο Κάστρο και η ολιγοήμερη πολιορκία τους δεν έφερε κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα, καθώς οι άνδρες του Λογοθέτη ήταν ανεπαρκώς εξοπλισμένοι.
Μόλις έφθασε το μαντάτο της εξέγερσης στην Υψηλή Πύλη, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β' την εξέλαβε ως αχαριστία των Χίων, αλλά και ως προσωπική προσβολή, επειδή η αδελφή του καρπούταν από το νησί τον φόρο από τα μαστιχόδεντρα. Έμπλεος οργής διέταξε αμέσως να φυλακιστούν όλοι οι Χιώτες της Κωνσταντινούπολης και εξήντα από αυτούς να αποκεφαλιστούν. Στη συνέχεια έδωσε την εντολή στον αντιναύαρχο Καρά-Αλή πασά να καταπλεύσει στον νησί και να τιμωρήσει παραδειγματικά τους εξεγερθέντες.
Στις 30 Μαρτίου 1822 και μετά από έντονο κανονιοβολισμό, ο Καρα-Αλής αποβίβασε στην ακτή 7.000 άνδρες και με τη συνδρομή της τουρκικής φρουράς κατέστειλε εύκολα και σύντομα την εξέγερση, εκμεταλλευόμενος τον κακό σχεδιασμό της και τις έριδες για την αρχηγία μεταξύ Μπουρνιά και Λογοθέτη. Στη συνέχεια πυρπόλησε όλα τα περίχωρα και την πρωτεύουσα του νησιού και επιδόθηκε σε ανήκουστες σφαγές. Υπολογίζεται ότι από τους 117.000 χριστιανούς κατοίκους του νησιού, 42.000 σφαγιάστηκαν, 50.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι και 23.000 διέφυγαν προς τις επαναστατημένες περιοχές της Ελλάδας και τη Δυτική Ευρώπη. Οι Τούρκοι έχασαν περίπου 600 άνδρες, ενώ αναφέρθηκαν και θύματα μεταξύ των Εβραίων, που διεκπεραιώθηκαν από τη Μικρασιατική ακτή στο νησί για να πλιατσικολογήσουν και επόπτευαν το δουλεμπόριο.
Τα αιματηρά γεγονότα της Χίου προκάλεσαν αλγεινή εντύπωση στην Ευρώπη. Η κοινή γνώμη ξεσηκώθηκε και οι τάξεις των φιλελλήνων πύκνωσαν. Αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψαν τις φρικιαστικές σκηνές στις εφημερίδες, ζωγράφοι (Ντελακρουά) τις απεικόνισαν και ποιητές (Ουγκώ, Χέμανς, Πιέρποντ, Χιλ, Σιγκούρνεϊ) έψαλλαν τη θλιβερά καταστροφή. Πολλοί έκαναν λόγο για το ασυμβίβαστο της τουρκικής φυλής με τον ανθρωπισμό, ενώ άλλοι τόνισαν την αδυναμία συνύπαρξης Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Η ελληνική νέμεση θα έλθει σύντομα, με την ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας του Καρα-Αλή από τον Κωνσταντίνο Κανάρη (6 - 7 Ιουνίου 1822).
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/429
© SanSimera.gr
Η έκρηξη της Επανάστασης βρήκε το πολυπληθές ελληνικό στοιχείο της Χίου να ευημερεί (117.000 έναντι 3.000 Οθωμανών Τούρκων και 100 Εβραίων). Με τον στόλο τους, το εμπορικό τους δαιμόνιο και τη διπλωματία τους, οι Χιώτες κυριαρχούσαν στη Μαύρη Θάλασσα, το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Το γεγονός αυτό ώθησε τον Σουλτάνο να παραχωρήσει στο νησί πολλά προνόμια, που άγγιζαν το καθεστώς αυτονομίας.
Έτσι, οι κυρίαρχες τάξεις της Χίου δεν είχαν κανένα λόγο να ξεσηκωθούν κατά των Τούρκων. Το μαρτυρά και η αποτυχία του Τομπάζη τον Απρίλιο του 1821. Οι ντόπιοι πρόκριτοι είχαν και μία σοβαρή δικαιολογία να αντιδρούν στον ξεσηκωμό: η Χίος βρίσκεται σχεδόν δύο μίλια από τη Μικρασιατική ενδοχώρα, με αποτέλεσμα κάθε απόπειρα εξέγερσης να είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Στις 10 Μαρτίου 1822 ο Σάμιος Λυκούργος Λογοθέτης, με την προτροπή του Χιώτη Αντωνίου Μπουρνιά, αποβιβάστηκε στο νησί με 1.500 άνδρες και πέτυχε να συνεγείρει τους ντόπιους, κυρίως τους κατοίκους της υπαίθρου. Οι 3.000 Τούρκοι του νησιού πρόλαβαν να κλειστούν στο Κάστρο και η ολιγοήμερη πολιορκία τους δεν έφερε κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα, καθώς οι άνδρες του Λογοθέτη ήταν ανεπαρκώς εξοπλισμένοι.
Μόλις έφθασε το μαντάτο της εξέγερσης στην Υψηλή Πύλη, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β' την εξέλαβε ως αχαριστία των Χίων, αλλά και ως προσωπική προσβολή, επειδή η αδελφή του καρπούταν από το νησί τον φόρο από τα μαστιχόδεντρα. Έμπλεος οργής διέταξε αμέσως να φυλακιστούν όλοι οι Χιώτες της Κωνσταντινούπολης και εξήντα από αυτούς να αποκεφαλιστούν. Στη συνέχεια έδωσε την εντολή στον αντιναύαρχο Καρά-Αλή πασά να καταπλεύσει στον νησί και να τιμωρήσει παραδειγματικά τους εξεγερθέντες.
Στις 30 Μαρτίου 1822 και μετά από έντονο κανονιοβολισμό, ο Καρα-Αλής αποβίβασε στην ακτή 7.000 άνδρες και με τη συνδρομή της τουρκικής φρουράς κατέστειλε εύκολα και σύντομα την εξέγερση, εκμεταλλευόμενος τον κακό σχεδιασμό της και τις έριδες για την αρχηγία μεταξύ Μπουρνιά και Λογοθέτη. Στη συνέχεια πυρπόλησε όλα τα περίχωρα και την πρωτεύουσα του νησιού και επιδόθηκε σε ανήκουστες σφαγές. Υπολογίζεται ότι από τους 117.000 χριστιανούς κατοίκους του νησιού, 42.000 σφαγιάστηκαν, 50.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι και 23.000 διέφυγαν προς τις επαναστατημένες περιοχές της Ελλάδας και τη Δυτική Ευρώπη. Οι Τούρκοι έχασαν περίπου 600 άνδρες, ενώ αναφέρθηκαν και θύματα μεταξύ των Εβραίων, που διεκπεραιώθηκαν από τη Μικρασιατική ακτή στο νησί για να πλιατσικολογήσουν και επόπτευαν το δουλεμπόριο.
Τα αιματηρά γεγονότα της Χίου προκάλεσαν αλγεινή εντύπωση στην Ευρώπη. Η κοινή γνώμη ξεσηκώθηκε και οι τάξεις των φιλελλήνων πύκνωσαν. Αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψαν τις φρικιαστικές σκηνές στις εφημερίδες, ζωγράφοι (Ντελακρουά) τις απεικόνισαν και ποιητές (Ουγκώ, Χέμανς, Πιέρποντ, Χιλ, Σιγκούρνεϊ) έψαλλαν τη θλιβερά καταστροφή. Πολλοί έκαναν λόγο για το ασυμβίβαστο της τουρκικής φυλής με τον ανθρωπισμό, ενώ άλλοι τόνισαν την αδυναμία συνύπαρξης Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Η ελληνική νέμεση θα έλθει σύντομα, με την ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας του Καρα-Αλή από τον Κωνσταντίνο Κανάρη (6 - 7 Ιουνίου 1822).
- Ο γερμανός ναύαρχος Βίλχελμ φον Κανάρις (1887-1945), αρχηγός της αντικατασκοπείας του Χίτλερ, ισχυριζόταν ότι καταγόταν από τη Χιακή Διασπορά, που προέκυψε από τη Σφαγή της Χίου.
- Ο σύγχρονος κινέζος ζωγράφος Γιούε Μιντζούν φιλοτέχνησε με τον δικό του τρόπο ένα πίνακα που ονόμασε «Η σφαγή της Χίου». Πουλήθηκε το 2007 σε δημοπρασία έναντι 4,1 εκατομμυρίων δολαρίων.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/429
© SanSimera.gr
Η καταστροφή των Ψαρών
Το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821 βρήκε τους Ψαριανούς καραβοκύρηδες και ναύτες έτοιμους να πολεμήσουν με όλες τους τις δυνάμεις για την απελευθέρωση του Γένους. Οι πυρπολητές Κανάρης, Παπανικολής, Βουρέκας και άλλοι, είχαν σπείρει τον πανικό στις οθωμανικές αρμάδες, οι οποίες τρέπονταν σε φυγή για να γλιτώσουν. Βλέποντας ο σουλτάνος τα σχέδια του να πηγαίνουν κατά διαόλου, ανέθεσε στο ναύαρχο Χοσρέφ πασά την καταστροφή των Ψαρών, παραχωρώντας του 250 καράβια.
Η προετοιμασία για την πολεμική αναμέτρηση
Ο τουρκικός στόλος αγκυροβόλησε στη Λέσβο και αποβίβασε στρατό για να καταλάβει το νησί. Οι Ψαριανοί έμαθαν τα μαντάτα. Έσπευσαν να ζητήσουν βοήθεια από την κυβέρνηση για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το τουρκικό στράτευμα. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στο αίτημά τους. Αποφάσισαν να αντισταθούν μόνοι εναντίον των Τούρκων από στεριά και από θάλασσα. Έβγαλαν τα κανόνια από τα καράβια τους και τα τοποθέτησαν στις τάπιες, δηλαδή στα οχυρώματα γύρω-γύρω από το νησί. Ετοίμασαν τα μπουρλότα και το λιγοστό τους στρατό και περίμεναν την επίθεση.
Η πρώτη αναμέτρηση
Στις 26 Ιουνίου του 1824, δεκαπέντε τουρκικά πλοία αποτελούμενα από 24.000 Τουρκαλβανούς, γενίτσαρους και ζεϊμπέκηδες της Ανατολής, ζύγωσαν τα Ψαρά. Οι κάτοικοι άρχισαν να τα βομβαρδίζουν, ενώ ο Κανάρης και ο Μαμούνης προσπαθούσαν να τα πλευρίσουν και να τα πυρπολήσουν. Οι Τούρκοι τους αντιλήφθηκαν και υποχώρησαν.
Η δεύτερη αναμέτρηση
Δύο ημέρες αργότερα, οι Ψαριανοί πληροφορήθηκαν από τον κυβερνήτη γαλλικού καραβιού, ότι οι Τούρκοι που ετοίμαζαν επίθεσης, ανέρχονταν στις 30.000. Τους συμβούλεψε να εγκαταλείψουν το νησί για να μη χυθεί αίμα και να εγκατασταθούν σε ασφαλή περιοχή, αλλά δεν εισακούστηκε. «Θα χυθεί και τουρκικό αίμα», ήταν η απάντηση των κατοίκων. Στις 20 Ιουνίου 1824, ο τουρκικός στόλος έφτασε στη βόρεια πλευρά του νησιού. Προσπάθησε να αποβιβαστεί στον Κάναλο, αλλά απέτυχε. Την άλλη μέρα πραγματοποίησαν και δεύτερη απόπειρα, η οποία όμως είχε την ίδια τύχη. Οι απώλειες ήταν μεγάλες.
Το σχέδιο του Χορσίτ πασά
Ο Χορσίτ πασάς εντόπισε το αδύνατο σημείο των Ψαρών στην αμμουδιά «Ερινός». Η περιοχή φαινόταν ανοχύρωτη, χωρίς πολεμιστές ή πυροβολικό. Λόγω της απότομης πλαγιάς, ήταν το μοναδικό σημείο που είχε μείνει αφύλακτο. Ο Χορσίτ οργάνωσε το εξής σχέδιο: πρώτα, χώρισε το στράτευμα. Ένα τμήμα του έκανε απόβαση στον «Ερινό», ενώ ο κύριος όγκος του στρατιωτικού σώματος απασχολούσε τους Ψαριανούς στον όρμο του Κανάλου. Ο στόχος του ναυάρχου είχε επιτευχθεί. Το πρώτο τμήμα είχε περάσει στην πόλη, ενώ το δεύτερο προχωρούσε προς το Φτελιό.
Το ολοκαύτωμα του Φτελιού
Οι Τούρκοι έκαναν έφοδο. Ωστόσο, την ώρα που πολεμούσαν σώμα με σώμα με τους Ψαριανούς, τινάχθηκαν όλοι μαζί στον αέρα, όταν οι υπερασπιστές του Φτελιού έβαλαν φωτιά στην μπαρουταποθήκη του οχυρού τους. Οι επιζήσαντες Τούρκοι πήραν το δρόμο για την πόλη. Οι ηλικιωμένοι και ανήμποροι Ψαριανοί κλείστηκαν στις δύο εκκλησίες του Αγίου Νικολάου και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος για να προστατευτούν από το μένος του εχθρού. Οι Τούρκοι τις πυρπόλησαν και τους έκαψαν ζωντανούς.
Το μοιραίο λάθος των Ψαριανών
Τα στρατεύματα περνούσαν πατώντας πάνω στα πτώματα, ενώ έκαιγαν ό,τι βρισκόταν στο διάβα τους. Τα γυναικόπαιδα έτρεξαν στο λιμάνι για να επιβιβαστούν στα καράβια και να σωθούν, αλλά μάταια. Τα τιμόνια από τα καράβια είχαν αφαιρεθεί, με πρόσφατη απόφαση της Βουλής, σύμφωνα με την οποία, όλοι ανεξαιρέτως οι Ψαριανοί θα έμεναν στο νησί και θα πολεμούσαν μέχρι θανάτου. Γυναίκες με μωρά στην κοιλιά και μικρά παιδιά στην αγκαλιά, προτίμησαν να πέσουν στη θάλασσα και να πνιγούν, παρά να καταλήξουν στα χέρια των Τούρκων.
Η ανατίναξη του Παλαιοκάστρου
Το Παλαιόκαστρο ήταν ακόμη απόρθητο, αλλά οι αγωνιστές γνώριζαν πως το τέλος βρισκόταν κοντά. Εκατόν είκοσι παλικάρια συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη και πήραν την ομόφωνη απόφαση να ανατινάξουν το Παλαιόκαστρο, πριν καταληφθεί από τους Τούρκους. Ο Αντώνης Βρατσάνος επιλέχθηκε να φέρει εις πέρας την αποστολή. Πήρε τη θέση του στην μπαρουταποθήκη. Όταν είδε από το παράθυρο τους πρώτους Τούρκους να πλησιάζουν, να αρπάζουν από τα μαλλιά τις γυναίκες και να τις σέρνουν στο έδαφος, έβγαλε την πιστόλα του, έβαλε την κάννη στο μπαρούτι και τράβηξε τη σκανδάλη. Το Παλαιόκαστρο ανατινάχτηκε και κάτω από τα συντρίμμια του θάφτηκαν εκτός από τους Ψαριανούς και πολλοί Τούρκοι, ίσως και χιλιάδες. Από το ολοκαύτωμα και τη σφαγή γλίτωσαν μόλις 3.614 Ψαριανοί από τους 7.000 γηγενείς. Όσον αφορά τους πρόσφυγες, οι απώλειες ήταν τεράστιες, αφού επιβίωσαν οι 10.οοο από τους 25.οοο. Οι επιζήσαντες πήραν ξανά το δρόμο της προσφυγιάς και κατέφυγαν σε νησιά του Αιγαίου. Την εικόνα της ολοκληρωτικής καταστροφής των Ψαρών δίνει και ο Διονύσιος Σολωμός στο περίφημο επίγραμμά του: Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη περπατώντας η Δόξα μονάχη μελετά τα λαμπρά παλληκάρια και στην κόμη στεφάνι φορεί γινωμένο από λίγα χορτάρια που’ χαν μείνει στην έρημη γη...
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/ezisan-molis-3-614-apo-tous-7000-katikous-to-olokaftoma-ton-psaron-i-aftothisia-120-palikarion-pou-piran-mazi-tous-chiliades-tourkous/
Από τα περίπου 100 πλοία των Ψαριανών, μόνο 16 διασώθηκαν, καθώς και 7 πυρπολικά με τον Κανάρη. Όσοι από τους κατοίκους των Ψαρών γλίτωσαν από το γιαταγάνι των Οθωμανών εγκαταστάθηκαν στη Μονεμβασιά και μετά την απελευθέρωση στην Αρχαία Ερέτρια, που πήρε την ονομασία Νέα Ψαρά.
Η Καταστροφή των Ψαρών υπήρξε δεινό πλήγμα για την Επανάσταση. Χάθηκε μία από τις σημαντικές βάσεις του ελληνικού ναυτικού, ενώ διέτρεξαν άμεσο κίνδυνο οι υπόλοιποι. Η άμεση κινητοποίηση και η αντίδραση των υπόλοιπων δυνάμεων της μαχόμενης Ελλάδας έσωσε την κατάσταση.
Το ολοκαύτωμα των Ψαρών συγκλόνισε την επαναστατημένη Ελλάδα και ιδιαίτερα τα νησιά, που απειλούνταν πλέον άμεσα από τον οθωμανικό στόλο. Όμως, ο Χοσρέφ Πασάς, αντί να επιτεθεί στη Σάμο, όπως ήταν σχεδιασμένο, προτίμησε να επιστρέψει στη Λέσβο για να γιορτάσει το μπαϊράμι. Με πρωτοβουλία τότε του υδραίου Λάζαρου Κουντουριώτη συγκροτήθηκε στόλος υπό τους Σαχτούρη και Μιαούλη, προκειμένου να ανακαταλάβει το μαρτυρικό νησί και να εκδικηθεί τους Οθωμανούς για τη μεγάλη σφαγή.
Οι ναυτικές μοίρες των δύο ναυάρχων συναντήθηκαν στο ακρωτήρι Λιμνιονάρι των Ψαρών τα ξημερώματα της 3ης Ιουλίου 1824. Σε σύσκεψη, που ακολούθησε, αποφασίσθηκε να πραγματοποιηθεί άμεση απόβαση στο νησί. Το ελληνικό αποβατικό σώμα αριθμούσε 1500 άνδρες, ενώ τα Ψαρά υπερασπίζονταν 600 Τουρκαλβανοί. Οι Έλληνες κατέβαλαν δια περιπάτου τους υπερασπιστές του νησιού, οι περισσότεροι από τους οποίους κατέφυγαν στα τουρκικά πλοία, που ναυλοχούσαν στο λιμάνι των Ψαρών. Γύρω στους 150 δεν μπόρεσαν να φθάσουν στα πλοία και ταμπουρώθηκαν στα σπίτια των Ψαρών, προσπαθώντας να αποκρούσουν τους επιτιθέμενους Έλληνες, που είχαν καταλάβει όλες τις οχυρωματικές θέσεις, μεταξύ αυτών και το Παλαιόκαστρο.
Τα πληρώματα των 25 εχθρικών πλοίων, προσπάθησαν να αντιδράσουν, αλλά όταν πληροφορήθηκαν από τους πανικόβλητους τουρκαλβανούς, ότι οι έλληνες ήταν κύριοι σχεδόν όλου του νησιού, έλυσαν τους κάβους και προσπάθησαν να διαφύγουν στην Λέσβο. Ο Μιαούλης τους κατεδίωξε και στ' ανοιχτά της Χίου συνήφθη ναυμαχία, που κράτησε σχεδόν 5 ώρες, με νικηφόρο αποτέλεσμα για τους έλληνες. Μόνο 5 από τα 20 τουρκικά σκάφη έφθασαν σώα στον προορισμό τους, ενώ σύμφωνα με τις αναφορές του Μιαούλη οι απώλειές τους ξεπέρασαν τους 1000 άνδρες. Οι έλληνες είχαν μόνο ένα νεκρό και έξι τραυματίες.
Μετά τη νικηφόρα ναυμαχία, ο Μιαούλης και τα πλοία του επέστρεψαν στα Ψαρά. Αντί, όμως, οι ελληνικές δυνάμεις να φροντίσουν να διώξουν τους λίγους τουρκαλβανούς που παρέμειναν οχυρωμένοι στα σπίτια και να γίνουν κύριοι του νησιού, άρχισαν το πλιάτσικο. Ναύτες και πλοίαρχοι επιδόθηκαν σε αρπαγή κανονιών, τροφίμων και εμπορευμάτων, όσων είχαν απομείνει στο νησί, για να τα μεταφέρουν ο καθένας στα πλοία του. Τα περισσότερα κανόνια ήταν λάφυρα των Οθωμανών από την καταστροφή του ψαριανού στόλου, ενώ τα τρόφιμα και τα εμπορεύματα τα είχαν αρπάξει οι τουρκαλβανοί από τα σπίτια πλουσίων Ψαριανών, μετά το Ολοκαύτωμα.
Η διαταγή του ναυάρχου Μιαούλη να θεωρηθούν τα κανόνια περιουσία του ελληνικού κράτους δεν εκτελέσθηκε ποτέ. Η διαμάχη για τη μοιρασιά της λείας παρέλυσε την πειθαρχία του στόλου. Με επιστολή του στους προκρίτους της Ύδρας, στις 6 Ιουλίου, ο Μιαούλης διεκτραγωδούσε την κατάσταση: «…Σας αφήνω να στοχασθήτε οποία ακαταστασία, ασυμφωνία και ιδιοτέλεια βασιλεύει εις τον στόλο μας και αν εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκομένου του στόλου εμπορούμεν να βάλωμεν βάσιν και να ελπίζομεν εις αυτόν…».
Προφητική διαπίστωση, που θα επαληθευθεί μια μέρα αργότερα. Στις 7 Ιουλίου, η γολέτα του Τομπάζη, που έπλεε μεταξύ Χίου και Ψαρών, ειδοποίησε ότι μοίρα του οθωμανικού στόλου κατευθυνόταν προς τα Ψαρά. Ο Μιαούλης διέταξε τον στόλο να τεθεί σε πολεμική ετοιμότητα. Από τα 51 ελληνικά πλοία μόνο τα 14 πειθάρχησαν. Ο τουρκικός στόλος κατόρθωσε να επιβιβάσει ενισχύσεις στο νησί, που ενώθηκαν με τους ολίγους πολιορκούμενους τουρκαλβανούς. Στις 10 Ιουλίου 1824 ο Μιαούλης βλέποντας την κακή κατάσταση του στόλου έλυσε την πολιορκία και εγκατέλειψε την περιοχή με τα πλοία του. Κατέφυγε στο Σούνιο, όπου περίμενε διαταγές από την Ύδρα, ενώ τα υπόλοιπα ελληνικά πλοία κατευθύνθηκαν προς το Κάβο-Ντόρο.
Έτσι, η εκστρατεία του ελληνικού στόλου για την ανακατάληψη των Ψαρών δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, εκτός από την καταστροφή της τουρκικής ναυτικής μοίρας. Το νησί θα παραμείνει υπό οθωμανική κυριαρχία ως το 1912, οπότε θα ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/156
© SanSimera.gr
Η προετοιμασία για την πολεμική αναμέτρηση
Ο τουρκικός στόλος αγκυροβόλησε στη Λέσβο και αποβίβασε στρατό για να καταλάβει το νησί. Οι Ψαριανοί έμαθαν τα μαντάτα. Έσπευσαν να ζητήσουν βοήθεια από την κυβέρνηση για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το τουρκικό στράτευμα. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στο αίτημά τους. Αποφάσισαν να αντισταθούν μόνοι εναντίον των Τούρκων από στεριά και από θάλασσα. Έβγαλαν τα κανόνια από τα καράβια τους και τα τοποθέτησαν στις τάπιες, δηλαδή στα οχυρώματα γύρω-γύρω από το νησί. Ετοίμασαν τα μπουρλότα και το λιγοστό τους στρατό και περίμεναν την επίθεση.
Η πρώτη αναμέτρηση
Στις 26 Ιουνίου του 1824, δεκαπέντε τουρκικά πλοία αποτελούμενα από 24.000 Τουρκαλβανούς, γενίτσαρους και ζεϊμπέκηδες της Ανατολής, ζύγωσαν τα Ψαρά. Οι κάτοικοι άρχισαν να τα βομβαρδίζουν, ενώ ο Κανάρης και ο Μαμούνης προσπαθούσαν να τα πλευρίσουν και να τα πυρπολήσουν. Οι Τούρκοι τους αντιλήφθηκαν και υποχώρησαν.
Η δεύτερη αναμέτρηση
Δύο ημέρες αργότερα, οι Ψαριανοί πληροφορήθηκαν από τον κυβερνήτη γαλλικού καραβιού, ότι οι Τούρκοι που ετοίμαζαν επίθεσης, ανέρχονταν στις 30.000. Τους συμβούλεψε να εγκαταλείψουν το νησί για να μη χυθεί αίμα και να εγκατασταθούν σε ασφαλή περιοχή, αλλά δεν εισακούστηκε. «Θα χυθεί και τουρκικό αίμα», ήταν η απάντηση των κατοίκων. Στις 20 Ιουνίου 1824, ο τουρκικός στόλος έφτασε στη βόρεια πλευρά του νησιού. Προσπάθησε να αποβιβαστεί στον Κάναλο, αλλά απέτυχε. Την άλλη μέρα πραγματοποίησαν και δεύτερη απόπειρα, η οποία όμως είχε την ίδια τύχη. Οι απώλειες ήταν μεγάλες.
Το σχέδιο του Χορσίτ πασά
Ο Χορσίτ πασάς εντόπισε το αδύνατο σημείο των Ψαρών στην αμμουδιά «Ερινός». Η περιοχή φαινόταν ανοχύρωτη, χωρίς πολεμιστές ή πυροβολικό. Λόγω της απότομης πλαγιάς, ήταν το μοναδικό σημείο που είχε μείνει αφύλακτο. Ο Χορσίτ οργάνωσε το εξής σχέδιο: πρώτα, χώρισε το στράτευμα. Ένα τμήμα του έκανε απόβαση στον «Ερινό», ενώ ο κύριος όγκος του στρατιωτικού σώματος απασχολούσε τους Ψαριανούς στον όρμο του Κανάλου. Ο στόχος του ναυάρχου είχε επιτευχθεί. Το πρώτο τμήμα είχε περάσει στην πόλη, ενώ το δεύτερο προχωρούσε προς το Φτελιό.
Το ολοκαύτωμα του Φτελιού
Οι Τούρκοι έκαναν έφοδο. Ωστόσο, την ώρα που πολεμούσαν σώμα με σώμα με τους Ψαριανούς, τινάχθηκαν όλοι μαζί στον αέρα, όταν οι υπερασπιστές του Φτελιού έβαλαν φωτιά στην μπαρουταποθήκη του οχυρού τους. Οι επιζήσαντες Τούρκοι πήραν το δρόμο για την πόλη. Οι ηλικιωμένοι και ανήμποροι Ψαριανοί κλείστηκαν στις δύο εκκλησίες του Αγίου Νικολάου και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος για να προστατευτούν από το μένος του εχθρού. Οι Τούρκοι τις πυρπόλησαν και τους έκαψαν ζωντανούς.
Το μοιραίο λάθος των Ψαριανών
Τα στρατεύματα περνούσαν πατώντας πάνω στα πτώματα, ενώ έκαιγαν ό,τι βρισκόταν στο διάβα τους. Τα γυναικόπαιδα έτρεξαν στο λιμάνι για να επιβιβαστούν στα καράβια και να σωθούν, αλλά μάταια. Τα τιμόνια από τα καράβια είχαν αφαιρεθεί, με πρόσφατη απόφαση της Βουλής, σύμφωνα με την οποία, όλοι ανεξαιρέτως οι Ψαριανοί θα έμεναν στο νησί και θα πολεμούσαν μέχρι θανάτου. Γυναίκες με μωρά στην κοιλιά και μικρά παιδιά στην αγκαλιά, προτίμησαν να πέσουν στη θάλασσα και να πνιγούν, παρά να καταλήξουν στα χέρια των Τούρκων.
Η ανατίναξη του Παλαιοκάστρου
Το Παλαιόκαστρο ήταν ακόμη απόρθητο, αλλά οι αγωνιστές γνώριζαν πως το τέλος βρισκόταν κοντά. Εκατόν είκοσι παλικάρια συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη και πήραν την ομόφωνη απόφαση να ανατινάξουν το Παλαιόκαστρο, πριν καταληφθεί από τους Τούρκους. Ο Αντώνης Βρατσάνος επιλέχθηκε να φέρει εις πέρας την αποστολή. Πήρε τη θέση του στην μπαρουταποθήκη. Όταν είδε από το παράθυρο τους πρώτους Τούρκους να πλησιάζουν, να αρπάζουν από τα μαλλιά τις γυναίκες και να τις σέρνουν στο έδαφος, έβγαλε την πιστόλα του, έβαλε την κάννη στο μπαρούτι και τράβηξε τη σκανδάλη. Το Παλαιόκαστρο ανατινάχτηκε και κάτω από τα συντρίμμια του θάφτηκαν εκτός από τους Ψαριανούς και πολλοί Τούρκοι, ίσως και χιλιάδες. Από το ολοκαύτωμα και τη σφαγή γλίτωσαν μόλις 3.614 Ψαριανοί από τους 7.000 γηγενείς. Όσον αφορά τους πρόσφυγες, οι απώλειες ήταν τεράστιες, αφού επιβίωσαν οι 10.οοο από τους 25.οοο. Οι επιζήσαντες πήραν ξανά το δρόμο της προσφυγιάς και κατέφυγαν σε νησιά του Αιγαίου. Την εικόνα της ολοκληρωτικής καταστροφής των Ψαρών δίνει και ο Διονύσιος Σολωμός στο περίφημο επίγραμμά του: Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη περπατώντας η Δόξα μονάχη μελετά τα λαμπρά παλληκάρια και στην κόμη στεφάνι φορεί γινωμένο από λίγα χορτάρια που’ χαν μείνει στην έρημη γη...
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/ezisan-molis-3-614-apo-tous-7000-katikous-to-olokaftoma-ton-psaron-i-aftothisia-120-palikarion-pou-piran-mazi-tous-chiliades-tourkous/
Από τα περίπου 100 πλοία των Ψαριανών, μόνο 16 διασώθηκαν, καθώς και 7 πυρπολικά με τον Κανάρη. Όσοι από τους κατοίκους των Ψαρών γλίτωσαν από το γιαταγάνι των Οθωμανών εγκαταστάθηκαν στη Μονεμβασιά και μετά την απελευθέρωση στην Αρχαία Ερέτρια, που πήρε την ονομασία Νέα Ψαρά.
Η Καταστροφή των Ψαρών υπήρξε δεινό πλήγμα για την Επανάσταση. Χάθηκε μία από τις σημαντικές βάσεις του ελληνικού ναυτικού, ενώ διέτρεξαν άμεσο κίνδυνο οι υπόλοιποι. Η άμεση κινητοποίηση και η αντίδραση των υπόλοιπων δυνάμεων της μαχόμενης Ελλάδας έσωσε την κατάσταση.
Το ολοκαύτωμα των Ψαρών συγκλόνισε την επαναστατημένη Ελλάδα και ιδιαίτερα τα νησιά, που απειλούνταν πλέον άμεσα από τον οθωμανικό στόλο. Όμως, ο Χοσρέφ Πασάς, αντί να επιτεθεί στη Σάμο, όπως ήταν σχεδιασμένο, προτίμησε να επιστρέψει στη Λέσβο για να γιορτάσει το μπαϊράμι. Με πρωτοβουλία τότε του υδραίου Λάζαρου Κουντουριώτη συγκροτήθηκε στόλος υπό τους Σαχτούρη και Μιαούλη, προκειμένου να ανακαταλάβει το μαρτυρικό νησί και να εκδικηθεί τους Οθωμανούς για τη μεγάλη σφαγή.
Οι ναυτικές μοίρες των δύο ναυάρχων συναντήθηκαν στο ακρωτήρι Λιμνιονάρι των Ψαρών τα ξημερώματα της 3ης Ιουλίου 1824. Σε σύσκεψη, που ακολούθησε, αποφασίσθηκε να πραγματοποιηθεί άμεση απόβαση στο νησί. Το ελληνικό αποβατικό σώμα αριθμούσε 1500 άνδρες, ενώ τα Ψαρά υπερασπίζονταν 600 Τουρκαλβανοί. Οι Έλληνες κατέβαλαν δια περιπάτου τους υπερασπιστές του νησιού, οι περισσότεροι από τους οποίους κατέφυγαν στα τουρκικά πλοία, που ναυλοχούσαν στο λιμάνι των Ψαρών. Γύρω στους 150 δεν μπόρεσαν να φθάσουν στα πλοία και ταμπουρώθηκαν στα σπίτια των Ψαρών, προσπαθώντας να αποκρούσουν τους επιτιθέμενους Έλληνες, που είχαν καταλάβει όλες τις οχυρωματικές θέσεις, μεταξύ αυτών και το Παλαιόκαστρο.
Τα πληρώματα των 25 εχθρικών πλοίων, προσπάθησαν να αντιδράσουν, αλλά όταν πληροφορήθηκαν από τους πανικόβλητους τουρκαλβανούς, ότι οι έλληνες ήταν κύριοι σχεδόν όλου του νησιού, έλυσαν τους κάβους και προσπάθησαν να διαφύγουν στην Λέσβο. Ο Μιαούλης τους κατεδίωξε και στ' ανοιχτά της Χίου συνήφθη ναυμαχία, που κράτησε σχεδόν 5 ώρες, με νικηφόρο αποτέλεσμα για τους έλληνες. Μόνο 5 από τα 20 τουρκικά σκάφη έφθασαν σώα στον προορισμό τους, ενώ σύμφωνα με τις αναφορές του Μιαούλη οι απώλειές τους ξεπέρασαν τους 1000 άνδρες. Οι έλληνες είχαν μόνο ένα νεκρό και έξι τραυματίες.
Μετά τη νικηφόρα ναυμαχία, ο Μιαούλης και τα πλοία του επέστρεψαν στα Ψαρά. Αντί, όμως, οι ελληνικές δυνάμεις να φροντίσουν να διώξουν τους λίγους τουρκαλβανούς που παρέμειναν οχυρωμένοι στα σπίτια και να γίνουν κύριοι του νησιού, άρχισαν το πλιάτσικο. Ναύτες και πλοίαρχοι επιδόθηκαν σε αρπαγή κανονιών, τροφίμων και εμπορευμάτων, όσων είχαν απομείνει στο νησί, για να τα μεταφέρουν ο καθένας στα πλοία του. Τα περισσότερα κανόνια ήταν λάφυρα των Οθωμανών από την καταστροφή του ψαριανού στόλου, ενώ τα τρόφιμα και τα εμπορεύματα τα είχαν αρπάξει οι τουρκαλβανοί από τα σπίτια πλουσίων Ψαριανών, μετά το Ολοκαύτωμα.
Η διαταγή του ναυάρχου Μιαούλη να θεωρηθούν τα κανόνια περιουσία του ελληνικού κράτους δεν εκτελέσθηκε ποτέ. Η διαμάχη για τη μοιρασιά της λείας παρέλυσε την πειθαρχία του στόλου. Με επιστολή του στους προκρίτους της Ύδρας, στις 6 Ιουλίου, ο Μιαούλης διεκτραγωδούσε την κατάσταση: «…Σας αφήνω να στοχασθήτε οποία ακαταστασία, ασυμφωνία και ιδιοτέλεια βασιλεύει εις τον στόλο μας και αν εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκομένου του στόλου εμπορούμεν να βάλωμεν βάσιν και να ελπίζομεν εις αυτόν…».
Προφητική διαπίστωση, που θα επαληθευθεί μια μέρα αργότερα. Στις 7 Ιουλίου, η γολέτα του Τομπάζη, που έπλεε μεταξύ Χίου και Ψαρών, ειδοποίησε ότι μοίρα του οθωμανικού στόλου κατευθυνόταν προς τα Ψαρά. Ο Μιαούλης διέταξε τον στόλο να τεθεί σε πολεμική ετοιμότητα. Από τα 51 ελληνικά πλοία μόνο τα 14 πειθάρχησαν. Ο τουρκικός στόλος κατόρθωσε να επιβιβάσει ενισχύσεις στο νησί, που ενώθηκαν με τους ολίγους πολιορκούμενους τουρκαλβανούς. Στις 10 Ιουλίου 1824 ο Μιαούλης βλέποντας την κακή κατάσταση του στόλου έλυσε την πολιορκία και εγκατέλειψε την περιοχή με τα πλοία του. Κατέφυγε στο Σούνιο, όπου περίμενε διαταγές από την Ύδρα, ενώ τα υπόλοιπα ελληνικά πλοία κατευθύνθηκαν προς το Κάβο-Ντόρο.
Έτσι, η εκστρατεία του ελληνικού στόλου για την ανακατάληψη των Ψαρών δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, εκτός από την καταστροφή της τουρκικής ναυτικής μοίρας. Το νησί θα παραμείνει υπό οθωμανική κυριαρχία ως το 1912, οπότε θα ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/156
© SanSimera.gr
Επανάληψη Κεφαλαίου
6. Η επανάσταση στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και
τη Μακεδονία
Η επανάσταση στην Ήπειρο τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία
More presentations from Apostolos Angelopoulos
Εμμανουήλ Παπάς
Σερραίος μεγαλέμπορος, τραπεζίτης και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Υπήρξε ο αρχηγός των εξεγερμένων Ελλήνων στη Μακεδονία κατά την επανάσταση του 1821.
Ο Εμμανουήλ Παπάς γεννήθηκε στο χωριό Δοβίστα Σερρών (νυν Εμμανουήλ Παππά) το 1772. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με το εμπόριο και απέκτησε μεγάλη περιουσία, παρά τις περιορισμένες γραμματικές γνώσεις του. Χρησιμοποίησε το αναμφισβήτητο κύρος του (και ως δανειστής των Τούρκων αγάδων) για να επιτυγχάνει ευνοϊκές αποφάσεις από την Οθωμανική Διοίκηση υπέρ των χριστιανών της περιφέρειας των Σερρών, οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου απέκτησαν πολλά προνόμια, χάρη στις δικές του ενέργειες. Όταν το 1817 ο διοικητής των Σερρών, Γιουσούφ Μπέης, προσπάθησε να τον εκβιάσει για να του αποσπάσει ένα μεγάλο ποσό, αυτός κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη και χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες του δικαιώθηκε. Επειδή, όμως, ο Γιουσούφ τον απείλησε με θάνατο αν επέστρεφε στις Σέρρες, αυτός παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη και ασχολήθηκε με τραπεζιτικές εργασίες.
Φλογερός πατριώτης, ο Εμμανουήλ Παπάς μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στις 21 Δεκεμβρίου 1819 από τον Κωνσταντίνο Παπαδάτο, άνθρωπο του Αλέξανδρου Υψηλάντη και αμέσως προσέφερε 1.000 γρόσια για την ενίσχυση των οικονομικών της. Όταν πληροφορήθηκε για το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία και με προτροπή του ιδίου ναύλωσε το πλοίο του θρακιώτη καπετάνιου Χατζηαντώνη Βισβίζη και αφού το φόρτωσε με οπλισμό και άλλα εφόδια αναχώρησε στις 23 Μαρτίου του 1821 για το Άγιο Όρος, με στόχο να ξεσηκώσει τους Μακεδόνες κατά του Οθωμανού κατακτητή. Με κέντρο τη Μονή Εσφιγμένου, της οποίας ο ηγούμενος Ιωακείμ ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, ξεκίνησε την προετοιμασία για τη μεγάλη εξέγερση.Οι συγκρούσεις που έγιναν στον Πολύγυρο στις 17 Μαΐου μεταξύ Ελλήνων κατοίκων και Τούρκων στρατιωτών, τον ανάγκασαν να επισπεύσει την κήρυξη της επανάστασης από τις Καρυές του Αγίου Όρους, όπου οι μοναχοί τον ανακήρυξαν «Αρχηγό και Προστάτη της Μακεδονίας». Την 1η Ιουνίου κατέλαβε την Ιερισσό και προχώρησε προς τα ενδότερα της Χαλκιδικής. Σύντομα, τα Οθωμανικά στρατεύματα υπό τον διοικητή της Θεσσαλονίκης Αβδούλ Αβούδ ανέκτησαν τον έλεγχο της κατάστασης και μέχρι το τέλος Οκτωβρίου του 1821 κατέστειλαν την εξέγερση. Καθοριστική ήταν η Μάχη της Κασσάνδρας (30 Οκτωβρίου), όταν οι δυνάμεις του Εμπού Λουμπούτ κυριολεκτικά πετσόκοψαν τους άνδρες του Χατζή Χριστοδούλου. Ο Παπάς μόλις που πρόλαβε να σωθεί και απογοητευμένος από την έλλειψη συμπαράστασης από τους μακεδόνες οπλαρχηγούς αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος.
Εκεί αντιμετώπισε τον κίνδυνο να συλληφθεί, καθώς οι μονές έχοντας συνθηκολογήσει με τον Αβδούλ Αβούδ, δέχθηκαν να του παραδώσουν τον Παπά για να τύχουν αμνηστίας και να απολαμβάνουν τα ίδια όπως και προηγουμένως προνόμια. Ένας μοναχός, ονόματι Κύριλλος, που ήταν επιφορτισμένος να τον συλλάβει, τον ειδοποίησε και έφυγαν μαζί με το πλοίο του Βισβίζη για την Ύδρα.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού κι ενώ το πλοίο περιέπλεε τον Καφηρέα, ο Παπάς έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε σε ηλικία 49 ετών. Η κηδεία του έγινε με τιμές αρχιστρατήγου στην Ύδρα στις 5 Δεκεμβρίου του 1821. Στις 20 Νοεμβρίου του 1971 τα λείψανά του μεταφέρθηκαν και εναποτέθηκαν κάτω από τον ανδριάντα του, που βρίσκεται στην Πλατεία Ελευθερίας των Σερρών.
Ο Εμμανουήλ Παπάς υπήρξε μια από τις αγνότερες και ηρωικότερες μορφές του Αγώνα. Ανιδιοτελής, δαπάνησε όλη την τεράστια περιουσία του (300.000 δίστηλα τάλληρα) για τους σκοπούς της Επανάστασης και κατόρθωσε αν και αγνοούσε τη στρατιωτική τέχνη να διατηρήσει ζωντανή για ένα εξάμηνο την επαναστατική εστία της Χαλκιδικής.
Από τα οκτώ αγόρια του (είχε και τρία κορίτσια από τον γάμο του με τη Φαίδρα) τα τρία έπεσαν στον Αγώνα: ο Αθανασάκης Παπάς (1794-1826) πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα, ο Γιαννάκης Παπάς (1798-1825) πολέμησε δίπλα στον Παπαφλέσσα και σκοτώθηκε στη Μάχη στο Μανιάκι (20 Μαΐου 1825) και ο Νικολάκης Παπάς (1803-1827) σκοτώθηκε στη Μάχη του Καματερού (27 Ιανουαρίου 1827).
© SanSimera.gr
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/736
Σερραίος μεγαλέμπορος, τραπεζίτης και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Υπήρξε ο αρχηγός των εξεγερμένων Ελλήνων στη Μακεδονία κατά την επανάσταση του 1821.
Ο Εμμανουήλ Παπάς γεννήθηκε στο χωριό Δοβίστα Σερρών (νυν Εμμανουήλ Παππά) το 1772. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με το εμπόριο και απέκτησε μεγάλη περιουσία, παρά τις περιορισμένες γραμματικές γνώσεις του. Χρησιμοποίησε το αναμφισβήτητο κύρος του (και ως δανειστής των Τούρκων αγάδων) για να επιτυγχάνει ευνοϊκές αποφάσεις από την Οθωμανική Διοίκηση υπέρ των χριστιανών της περιφέρειας των Σερρών, οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου απέκτησαν πολλά προνόμια, χάρη στις δικές του ενέργειες. Όταν το 1817 ο διοικητής των Σερρών, Γιουσούφ Μπέης, προσπάθησε να τον εκβιάσει για να του αποσπάσει ένα μεγάλο ποσό, αυτός κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη και χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες του δικαιώθηκε. Επειδή, όμως, ο Γιουσούφ τον απείλησε με θάνατο αν επέστρεφε στις Σέρρες, αυτός παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη και ασχολήθηκε με τραπεζιτικές εργασίες.
Φλογερός πατριώτης, ο Εμμανουήλ Παπάς μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στις 21 Δεκεμβρίου 1819 από τον Κωνσταντίνο Παπαδάτο, άνθρωπο του Αλέξανδρου Υψηλάντη και αμέσως προσέφερε 1.000 γρόσια για την ενίσχυση των οικονομικών της. Όταν πληροφορήθηκε για το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία και με προτροπή του ιδίου ναύλωσε το πλοίο του θρακιώτη καπετάνιου Χατζηαντώνη Βισβίζη και αφού το φόρτωσε με οπλισμό και άλλα εφόδια αναχώρησε στις 23 Μαρτίου του 1821 για το Άγιο Όρος, με στόχο να ξεσηκώσει τους Μακεδόνες κατά του Οθωμανού κατακτητή. Με κέντρο τη Μονή Εσφιγμένου, της οποίας ο ηγούμενος Ιωακείμ ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, ξεκίνησε την προετοιμασία για τη μεγάλη εξέγερση.Οι συγκρούσεις που έγιναν στον Πολύγυρο στις 17 Μαΐου μεταξύ Ελλήνων κατοίκων και Τούρκων στρατιωτών, τον ανάγκασαν να επισπεύσει την κήρυξη της επανάστασης από τις Καρυές του Αγίου Όρους, όπου οι μοναχοί τον ανακήρυξαν «Αρχηγό και Προστάτη της Μακεδονίας». Την 1η Ιουνίου κατέλαβε την Ιερισσό και προχώρησε προς τα ενδότερα της Χαλκιδικής. Σύντομα, τα Οθωμανικά στρατεύματα υπό τον διοικητή της Θεσσαλονίκης Αβδούλ Αβούδ ανέκτησαν τον έλεγχο της κατάστασης και μέχρι το τέλος Οκτωβρίου του 1821 κατέστειλαν την εξέγερση. Καθοριστική ήταν η Μάχη της Κασσάνδρας (30 Οκτωβρίου), όταν οι δυνάμεις του Εμπού Λουμπούτ κυριολεκτικά πετσόκοψαν τους άνδρες του Χατζή Χριστοδούλου. Ο Παπάς μόλις που πρόλαβε να σωθεί και απογοητευμένος από την έλλειψη συμπαράστασης από τους μακεδόνες οπλαρχηγούς αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος.
Εκεί αντιμετώπισε τον κίνδυνο να συλληφθεί, καθώς οι μονές έχοντας συνθηκολογήσει με τον Αβδούλ Αβούδ, δέχθηκαν να του παραδώσουν τον Παπά για να τύχουν αμνηστίας και να απολαμβάνουν τα ίδια όπως και προηγουμένως προνόμια. Ένας μοναχός, ονόματι Κύριλλος, που ήταν επιφορτισμένος να τον συλλάβει, τον ειδοποίησε και έφυγαν μαζί με το πλοίο του Βισβίζη για την Ύδρα.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού κι ενώ το πλοίο περιέπλεε τον Καφηρέα, ο Παπάς έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε σε ηλικία 49 ετών. Η κηδεία του έγινε με τιμές αρχιστρατήγου στην Ύδρα στις 5 Δεκεμβρίου του 1821. Στις 20 Νοεμβρίου του 1971 τα λείψανά του μεταφέρθηκαν και εναποτέθηκαν κάτω από τον ανδριάντα του, που βρίσκεται στην Πλατεία Ελευθερίας των Σερρών.
Ο Εμμανουήλ Παπάς υπήρξε μια από τις αγνότερες και ηρωικότερες μορφές του Αγώνα. Ανιδιοτελής, δαπάνησε όλη την τεράστια περιουσία του (300.000 δίστηλα τάλληρα) για τους σκοπούς της Επανάστασης και κατόρθωσε αν και αγνοούσε τη στρατιωτική τέχνη να διατηρήσει ζωντανή για ένα εξάμηνο την επαναστατική εστία της Χαλκιδικής.
Από τα οκτώ αγόρια του (είχε και τρία κορίτσια από τον γάμο του με τη Φαίδρα) τα τρία έπεσαν στον Αγώνα: ο Αθανασάκης Παπάς (1794-1826) πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα, ο Γιαννάκης Παπάς (1798-1825) πολέμησε δίπλα στον Παπαφλέσσα και σκοτώθηκε στη Μάχη στο Μανιάκι (20 Μαΐου 1825) και ο Νικολάκης Παπάς (1803-1827) σκοτώθηκε στη Μάχη του Καματερού (27 Ιανουαρίου 1827).
© SanSimera.gr
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/736
Aγγελής Γάτσος, ο παραγνωρισμένος οπλαρχηγός του ’21 που έγινε γνωστός για τη βροντώδη ιαχή στις μάχες. Οι Τούρκοι έστειλαν τη γυναίκα του στη Γιάφα της Ιερουσαλήμ, αιχμαλώτισαν τον γιο του και σκότωσαν τον αδερφό του...
Ο Αγγελής Γάτσος ήταν ένας αφανής ήρωας του 21, που στερήθηκε την οικογένεια του για να πάρει μέρος στον αγώνα. Πέθανε, όπως οι περισσότεροι ήρωες του αγώνα, φτωχός και παραμελημένος από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Ήταν νεαρός βοσκός όταν μπήκε στο κλέφτικο σώμα μετά από ένα επεισόδιο στο οποίο σκότωσε έναν Τούρκο μπέη. Άφησε την γυναίκα του, τις πέντε κόρες του και τους δύο γιους του στο Περισώρι της Νάουσας και ξεκίνησε την δράση του στα βουνά του Ολύμπου. Φημίζονταν για τις πολεμικές του ικανότητες, ορμούσε στις μάχες με θάρρος . Έγινε γνωστός για τη βροντώδη ιαχή που έβγαζε και σκορπούσε το φόβο στους αντιπάλους. Είχε ενεργή συμμετοχή στην επανάσταση της Μακεδονίας και στους απελευθερωτικούς αγώνες σε όλη την Ελλάδα. Ο ξεσηκωμός και η καταστροφή της Νάουσας. H Νάουσα είναι η μόνη πόλη που φέρει τον τίτλο «Ηρωική» με Βασιλικό Διάταγμα από το 1955.
Ο Γάτσος μαζί με τον Καρατάσο και τον Θεοδοσίου ήταν τα πρόσωπα που κήρυξαν την επανάσταση της Νάουσας στις 22 Φεβρουαρίου 1822, όταν μπήκαν στην πόλη και σκότωσαν τον Τούρκο διοικητή. Στην αρχή οι Έλληνες κράτησαν την πόλη και απέκρουσαν τις επιθέσεις των χιλιάδων Τούρκων του Αχμέτ Αγά. Όταν όμως ο Εμπούτ Λουμπούτ, διοικητής της Θεσσαλονίκης, ανέλαβε να συνδράμει στην πολιορκία της Νάουσας με 20.000 άνδρες, η κατάσταση για τους Έλληνες δυσκόλεψε. Οι 4.000 επαναστάτες αρνήθηκαν να παραδοθούν και τελικά οι Τούρκοι κατάφεραν να κάμψουν την αντίστασή τους στις 22 Απριλίου 1822. Ακολούθησε η ολική καταστροφή της πόλης με λεηλασίες και σφαγές αμάχων. Ανάμεσα στα γυναικόπαιδα που αιχμαλωτίστηκαν ήταν και η οικογένεια του Γάτσου, που αρχικά μεταφέρθηκε σε φυλακές της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια στάλθηκε στην Γιάφα της Ιερουσαλήμ επειδή αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν. Ο μικρότερος γιος του, Νικόλαος αιχμαλωτίστηκε και κατάφερε να τον απελευθερώσει επί Καποδίστρια, οχτώ χρόνια αργότερα. Μετά τη τραγική κατάληξη του ξεσηκωμού στη Νάουσα κατέφυγε στο όρος Βέρμιο μαζί με άλλους πολεμιστές που κατάφεραν να γλιτώσουν, τον θετό γιο και τον αδερφό του. Συνέχισε να πολεμά στο πλευρό σπουδαίων οπλαρχηγών, όπως ο Γ. Καραϊσκάκης και ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Ο. Ανδρούτσος. Ξεχώριζε για το θάρρος και την αποτελεσματικότητα του στο πεδίο των μαχών.
Ήταν παρών σε σημαντικές μάχες που δόθηκαν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Από την Πέτα και την Πλάκα, όπου σκοτώθηκε ο αδερφός του, μέχρι τις Σποράδες και την Εύβοια. Πολέμησε με ανδρεία στα Δερβενάκια, στο Τρικέρι και την Σχινόλακκα, όπου οι Έλληνες επικράτησαν έναντι του Ιμπραήμ. Η συμμετοχή του στον Αγώνα ήταν καθοριστική και αυτό επιβεβαιώνεται στην επιστολή που του είχε απευθύνει ο Υπουργός Στρατιωτικών Χριστόφορος Περραιβός: “Γενναιότατε κ.Γάτσο. Η στρατηγική σου σύνεσις, η γενναιότης της ψυχής σου, αι μεγάλαι σου ανδραγαθίαι και ο πατριωτικός σου ζήλος, τα οποία προλαβόντως έδειξας αγωνιζόμενος εις διάφορα μέρη της Ελλάδος, δίδουν αγαθάς ελπίδας εις την Διοίκησιν, ότι θέλεις συνεργήσει με όλας σου τας δυνάμεις δια την ελευθερίαν του Ολύμπου, της ποθητής πατρίδος σου Γενναίε κ. Γάτσο! Η διοίκησις επληροφορήθη την ανδρείαν σου από τας προτερηνάς σου πράξεις, προσμένει και τώρα ν’ ακούση τας ανδραγαθίας σου, και να ιδή την προς αυτήν υπακοήν σου” Με το τέλος του αγώνα υποστήριξε τον Καποδίστρια και ενώ μαίνονταν οι δολοπλοκίες του νεοσύστατου κράτους, αποτραβήχτηκε και έζησε ως το τέλος της ζωής του στην Αταλάντη....
Πηγή: http://www.mixanitouxronou.gr/angelis-gatsos-o-paragnorismenos-oplarchigos-tou-21-pou-egine-gnostos-gia-ti-vrontodi-iachi-stis-maches-i-tourki-estilan-ti-gineka-tou-sti-giafa-tis-ierousalim-echmalotisan-ton-gio-tou-ke-skotosa/
Ο Αγγελής Γάτσος ήταν ένας αφανής ήρωας του 21, που στερήθηκε την οικογένεια του για να πάρει μέρος στον αγώνα. Πέθανε, όπως οι περισσότεροι ήρωες του αγώνα, φτωχός και παραμελημένος από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Ήταν νεαρός βοσκός όταν μπήκε στο κλέφτικο σώμα μετά από ένα επεισόδιο στο οποίο σκότωσε έναν Τούρκο μπέη. Άφησε την γυναίκα του, τις πέντε κόρες του και τους δύο γιους του στο Περισώρι της Νάουσας και ξεκίνησε την δράση του στα βουνά του Ολύμπου. Φημίζονταν για τις πολεμικές του ικανότητες, ορμούσε στις μάχες με θάρρος . Έγινε γνωστός για τη βροντώδη ιαχή που έβγαζε και σκορπούσε το φόβο στους αντιπάλους. Είχε ενεργή συμμετοχή στην επανάσταση της Μακεδονίας και στους απελευθερωτικούς αγώνες σε όλη την Ελλάδα. Ο ξεσηκωμός και η καταστροφή της Νάουσας. H Νάουσα είναι η μόνη πόλη που φέρει τον τίτλο «Ηρωική» με Βασιλικό Διάταγμα από το 1955.
Ο Γάτσος μαζί με τον Καρατάσο και τον Θεοδοσίου ήταν τα πρόσωπα που κήρυξαν την επανάσταση της Νάουσας στις 22 Φεβρουαρίου 1822, όταν μπήκαν στην πόλη και σκότωσαν τον Τούρκο διοικητή. Στην αρχή οι Έλληνες κράτησαν την πόλη και απέκρουσαν τις επιθέσεις των χιλιάδων Τούρκων του Αχμέτ Αγά. Όταν όμως ο Εμπούτ Λουμπούτ, διοικητής της Θεσσαλονίκης, ανέλαβε να συνδράμει στην πολιορκία της Νάουσας με 20.000 άνδρες, η κατάσταση για τους Έλληνες δυσκόλεψε. Οι 4.000 επαναστάτες αρνήθηκαν να παραδοθούν και τελικά οι Τούρκοι κατάφεραν να κάμψουν την αντίστασή τους στις 22 Απριλίου 1822. Ακολούθησε η ολική καταστροφή της πόλης με λεηλασίες και σφαγές αμάχων. Ανάμεσα στα γυναικόπαιδα που αιχμαλωτίστηκαν ήταν και η οικογένεια του Γάτσου, που αρχικά μεταφέρθηκε σε φυλακές της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια στάλθηκε στην Γιάφα της Ιερουσαλήμ επειδή αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν. Ο μικρότερος γιος του, Νικόλαος αιχμαλωτίστηκε και κατάφερε να τον απελευθερώσει επί Καποδίστρια, οχτώ χρόνια αργότερα. Μετά τη τραγική κατάληξη του ξεσηκωμού στη Νάουσα κατέφυγε στο όρος Βέρμιο μαζί με άλλους πολεμιστές που κατάφεραν να γλιτώσουν, τον θετό γιο και τον αδερφό του. Συνέχισε να πολεμά στο πλευρό σπουδαίων οπλαρχηγών, όπως ο Γ. Καραϊσκάκης και ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Ο. Ανδρούτσος. Ξεχώριζε για το θάρρος και την αποτελεσματικότητα του στο πεδίο των μαχών.
Ήταν παρών σε σημαντικές μάχες που δόθηκαν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Από την Πέτα και την Πλάκα, όπου σκοτώθηκε ο αδερφός του, μέχρι τις Σποράδες και την Εύβοια. Πολέμησε με ανδρεία στα Δερβενάκια, στο Τρικέρι και την Σχινόλακκα, όπου οι Έλληνες επικράτησαν έναντι του Ιμπραήμ. Η συμμετοχή του στον Αγώνα ήταν καθοριστική και αυτό επιβεβαιώνεται στην επιστολή που του είχε απευθύνει ο Υπουργός Στρατιωτικών Χριστόφορος Περραιβός: “Γενναιότατε κ.Γάτσο. Η στρατηγική σου σύνεσις, η γενναιότης της ψυχής σου, αι μεγάλαι σου ανδραγαθίαι και ο πατριωτικός σου ζήλος, τα οποία προλαβόντως έδειξας αγωνιζόμενος εις διάφορα μέρη της Ελλάδος, δίδουν αγαθάς ελπίδας εις την Διοίκησιν, ότι θέλεις συνεργήσει με όλας σου τας δυνάμεις δια την ελευθερίαν του Ολύμπου, της ποθητής πατρίδος σου Γενναίε κ. Γάτσο! Η διοίκησις επληροφορήθη την ανδρείαν σου από τας προτερηνάς σου πράξεις, προσμένει και τώρα ν’ ακούση τας ανδραγαθίας σου, και να ιδή την προς αυτήν υπακοήν σου” Με το τέλος του αγώνα υποστήριξε τον Καποδίστρια και ενώ μαίνονταν οι δολοπλοκίες του νεοσύστατου κράτους, αποτραβήχτηκε και έζησε ως το τέλος της ζωής του στην Αταλάντη....
Πηγή: http://www.mixanitouxronou.gr/angelis-gatsos-o-paragnorismenos-oplarchigos-tou-21-pou-egine-gnostos-gia-ti-vrontodi-iachi-stis-maches-i-tourki-estilan-ti-gineka-tou-sti-giafa-tis-ierousalim-echmalotisan-ton-gio-tou-ke-skotosa/
Επανάληψη Κεφαλαίου
7. Η Άλωση της Τριπολιτσάς
7. Η άλωση της Τριπολιτσάς
More presentations from Angelos Haralabous
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, 1770-1843
"Ο Θεός έβαλε την υπογραφή του για τη λευτεριά της Ελλάδας και δεν την παίρνει πίσω."
"Μια φορά εβαπτίστημεν με το λάδι, βαπτιζόμεθα και μία με το αίμα δια την ελευθερίαν της πατρίδος μας."
"Εισ 'Ελληνας;Τι προσκυνάς;Σηκώσου Επάνω!
Εμείς και στους Θεούς Ορθοί μιλούμε."
"Η προκοπή σας και ή μάθησή σας να μην γίνει σκεπάρνι μόνο διά το άτομό σας, αλλά να κοιτάζει το καλό της κοινότητος, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας."
Ιστορικά Ανέκδοτα
Ο Κολοκοτρώνης έκανε μια μέρα δριμύτατες παρατηρήσεις σ’ ένα από τους άνδρες της φρουράς. Εκείνος, οξύθυμος καθώς ήταν, κατέβασε από τον ώμο το καρυοφύλλι του, σκόπευσε τον Κολοκοτρώνη στο κεφάλι και τράβηξε τη σκανδάλη. Αλλά το όπλο έπαθε εμπλοκή.
Ατάραχος, τότε, ο Γέρος του Μοριά του είπε:
- Σε τιμωρώ με δέκα ημέρες περιορισμό στη σκηνή σου, γιατί δεν συντηρούσες καλά το όπλο σου.
Κατέθεταν στη δίκη του Κολοκοτρώνη σειρά από μάρτυρες κατηγορίας ο ένας πίσω από τον άλλο. Σαν τελείωσε ή σειρά τους κι ήρθε η ώρα των μαρτύρων υπεράσπισης, μπήκε στην αίθουσα υποβασταζόμενος ένας ανάπηρος οπλαρχηγός, με το σώμα γεμάτο τούρκικα βόλια. Τότε, ο συνήγορος είπε προς το Δικαστήριο:
- Αυτή τη στιγμή δεν έρχεται ένας μάρτυς, αλλά ένας Μάρτυρας. Οι άλλοι μίλησαν με το στόμα τους. Ο καπετάνιος θα μιλήσει με τις πληγές του.΄Έχετε μπροστά σας μάρτυρες και Μάρτυρα. Επιλέξατε!
Πηγή: https://www.sansimera.gr/anekdota/15
Από το λαιμό μέχρι...
Λένε πως μια φορά, καθώς ήσαν έτοιμοι για μια μάχη και περίμεναν να δουν τον εχθρό να έρχεται, έβαλε ένα από τα παλικάρια του να δει τι σπυρί έχει βγάλει πίσω στη πλάτη του και τον πονάει τόσο πολύ:
--Πω, πω, καπετάνιε!... Σαν ένα σπυρί στάρι είναι!.., απάντησε το παλικάρι.
--Πω, πω, καπετάνιε!.. Σαν ένα κουκί από καλαμπόκι είναι!..., έλεγε ένα άλλο παλικάρι!..
--Πω, πω, καπετάνιε!... Σαν ένα κουκί είναι!.., έλεγε το άλλο!...
--Πω, πω, καπετάνιε!.. Σαν ένα πορτοκάλι είναι!..., έλεγε ο άλλος και έτσι πήγαινε η δουλειά ... μεγαλώνοντας ο καθένας το σπυρί, προφανώς για να διασκεδάσουν κι αυτά μαζί του, γνωρίζοντας πόσο χωρατατζής είναι ο Κολοκοτρώνης.!
Θυμώνει τότε ο «Γέρος του Μοριά» και τους λέει:
--Καλά, βρε παλικάρια, από το λαιμό μέχρι τον ... πισινό μου και δεν βλέπετε τι σπυρί είναι και θέλετε να δούμε τον εχθρό;
Η δολοφονία Καποδίστρια…
Ο Κολοκοτρώνης σχολίασε τη δολοφονία του Καποδίστρια με τον ακόλουθο μύθο:
- Κάποτε, λέει, τα γαϊδούρια πήραν την απόφαση να σκοτώσουν το σαμαρά, για ν’ απαλλαγούν απ’ τα σαμάρια κι απ’ το φορτίο, που τους έβαζαν οι άνθρωποι. Έτσι κι έγινε.
Αμέσως όμως κατόπιν πήραν την πρωτοβουλία τα καλφάδια (οι μαθητευόμενοι) του σαμαρά, μα δεν ήξεραν να κάμουν καλή τη δουλειά, γιατί έχασαν το μάστορά τους.
Έτσι τα κακοφτιαγμένα σαμάρια άρχισαν να χτυπάνε και να πληγώνουν τα δυστυχισμένα γαϊδούρια, που δεν άργησαν να καταλάβουν ότι με την ανόητη πράξη τους έπεσαν από το κακό στο χειρότερο…
Πηγή: https://www.weebly.com/editor/main.php#/
"Ο Θεός έβαλε την υπογραφή του για τη λευτεριά της Ελλάδας και δεν την παίρνει πίσω."
"Μια φορά εβαπτίστημεν με το λάδι, βαπτιζόμεθα και μία με το αίμα δια την ελευθερίαν της πατρίδος μας."
"Εισ 'Ελληνας;Τι προσκυνάς;Σηκώσου Επάνω!
Εμείς και στους Θεούς Ορθοί μιλούμε."
"Η προκοπή σας και ή μάθησή σας να μην γίνει σκεπάρνι μόνο διά το άτομό σας, αλλά να κοιτάζει το καλό της κοινότητος, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας."
Ιστορικά Ανέκδοτα
Ο Κολοκοτρώνης έκανε μια μέρα δριμύτατες παρατηρήσεις σ’ ένα από τους άνδρες της φρουράς. Εκείνος, οξύθυμος καθώς ήταν, κατέβασε από τον ώμο το καρυοφύλλι του, σκόπευσε τον Κολοκοτρώνη στο κεφάλι και τράβηξε τη σκανδάλη. Αλλά το όπλο έπαθε εμπλοκή.
Ατάραχος, τότε, ο Γέρος του Μοριά του είπε:
- Σε τιμωρώ με δέκα ημέρες περιορισμό στη σκηνή σου, γιατί δεν συντηρούσες καλά το όπλο σου.
Κατέθεταν στη δίκη του Κολοκοτρώνη σειρά από μάρτυρες κατηγορίας ο ένας πίσω από τον άλλο. Σαν τελείωσε ή σειρά τους κι ήρθε η ώρα των μαρτύρων υπεράσπισης, μπήκε στην αίθουσα υποβασταζόμενος ένας ανάπηρος οπλαρχηγός, με το σώμα γεμάτο τούρκικα βόλια. Τότε, ο συνήγορος είπε προς το Δικαστήριο:
- Αυτή τη στιγμή δεν έρχεται ένας μάρτυς, αλλά ένας Μάρτυρας. Οι άλλοι μίλησαν με το στόμα τους. Ο καπετάνιος θα μιλήσει με τις πληγές του.΄Έχετε μπροστά σας μάρτυρες και Μάρτυρα. Επιλέξατε!
Πηγή: https://www.sansimera.gr/anekdota/15
Από το λαιμό μέχρι...
Λένε πως μια φορά, καθώς ήσαν έτοιμοι για μια μάχη και περίμεναν να δουν τον εχθρό να έρχεται, έβαλε ένα από τα παλικάρια του να δει τι σπυρί έχει βγάλει πίσω στη πλάτη του και τον πονάει τόσο πολύ:
--Πω, πω, καπετάνιε!... Σαν ένα σπυρί στάρι είναι!.., απάντησε το παλικάρι.
--Πω, πω, καπετάνιε!.. Σαν ένα κουκί από καλαμπόκι είναι!..., έλεγε ένα άλλο παλικάρι!..
--Πω, πω, καπετάνιε!... Σαν ένα κουκί είναι!.., έλεγε το άλλο!...
--Πω, πω, καπετάνιε!.. Σαν ένα πορτοκάλι είναι!..., έλεγε ο άλλος και έτσι πήγαινε η δουλειά ... μεγαλώνοντας ο καθένας το σπυρί, προφανώς για να διασκεδάσουν κι αυτά μαζί του, γνωρίζοντας πόσο χωρατατζής είναι ο Κολοκοτρώνης.!
Θυμώνει τότε ο «Γέρος του Μοριά» και τους λέει:
--Καλά, βρε παλικάρια, από το λαιμό μέχρι τον ... πισινό μου και δεν βλέπετε τι σπυρί είναι και θέλετε να δούμε τον εχθρό;
Η δολοφονία Καποδίστρια…
Ο Κολοκοτρώνης σχολίασε τη δολοφονία του Καποδίστρια με τον ακόλουθο μύθο:
- Κάποτε, λέει, τα γαϊδούρια πήραν την απόφαση να σκοτώσουν το σαμαρά, για ν’ απαλλαγούν απ’ τα σαμάρια κι απ’ το φορτίο, που τους έβαζαν οι άνθρωποι. Έτσι κι έγινε.
Αμέσως όμως κατόπιν πήραν την πρωτοβουλία τα καλφάδια (οι μαθητευόμενοι) του σαμαρά, μα δεν ήξεραν να κάμουν καλή τη δουλειά, γιατί έχασαν το μάστορά τους.
Έτσι τα κακοφτιαγμένα σαμάρια άρχισαν να χτυπάνε και να πληγώνουν τα δυστυχισμένα γαϊδούρια, που δεν άργησαν να καταλάβουν ότι με την ανόητη πράξη τους έπεσαν από το κακό στο χειρότερο…
Πηγή: https://www.weebly.com/editor/main.php#/
Η Μάχη του Βαλτετσίου
Από τις 6 Μαΐου 1821 ο κεχαγιάμπεης του Χουρσίτ Πασά, ονόματι Μουσταφ, βρισκόταν στην Τριπολιτσά, προερχόμενος από την Ήπειρο, όπου ο αρχηγός του, διοικητής της Πελοποννήσου, πολεμούσε τον Αλή Πασά, που είχε αυτονομηθεί από τον Σουλτάνο. Εκεί πληροφορήθηκε την ανασύσταση του ελληνικού στρατοπέδου στο Βαλτέτσι και αποφάσισε να δράσει. Είχε ως στόχο πρώτα να διαλύσει το στρατόπεδο στο Βαλτέτσι και στη συνέχεια να καταστείλει την επανάσταση στη Μεσσηνία και να υποτάξει τη Μάνη. Αμέσως μετά θα επέστρεφε νικητής και τροπαιούχος στην Τριπολιτσά, αναμένοντας δόξα και τιμές από τον Σουλτάνο.
Ο Μουσταφάμπεης συγκρότησε ένα άρτιο εξοπλισμένο στρατιωτικό σώμα από 12.000 άνδρες, του οποίου ηγούντο εμπειροπόλεμοι αξιωματικοί. Οι ελληνικές δυνάμεις στο Βαλτέτσι δεν ξεπερνούσαν τους 2.300 άνδρες. Είχαν ελλιπή οπλισμό και αμφίβολη μαχητική ικανότητα. Ο κίνδυνος για την επανάσταση, που μετρούσε κοντά στους δύο μήνες, ήταν προφανής. Ο Μουσταφάμπεης καθυστέρησε για λίγες μέρες την έναρξη των επιχειρήσεων, επειδή πίστευε ότι οι υπερασπιστές του Βαλτετσίου από τον τρόμο τους θα παραδίδονταν και δεν θα χρειαζόταν να ρίξει ούτε μία τουφεκιά. Φήμες, όμως, τον ήθελαν να είναι σφόδρα ερωτευμένος με μια όμορφη χανούμισα από το χαρέμι του Χουρσίτ Πασά και να περνά «καυτές» βραδιές στην Τριπολιτσά.
Τελικά, λίγο πριν από τα χαράματα της 12ης Μαΐου 1821 το πρώτο και κυριότερο σώμα του τουρκικού στρατού με αρχηγό τον τουρκαλβανό Ρουμπή από τα Μπαρδουνοχώρια και αποτελούμενο από τρεις χιλιάδες άνδρες έλαβε κατεύθυνση προς τα βόρεια του Βαλτετσίου, με σκοπό να εμποδίσει την αποστολή βοήθειας από τα στρατόπεδα Πιάνας και Χρυσοβιτσίου. Ακολούθησε ένα δεύτερο σώμα από 2.000 έφιππους και πεζούς που κατευθύνθηκε προς τους Αραχαμίτες, ένα τρίτο που έσπευσε να καταλάβει το Φραγκόβρυσο για να αποκόψει το Βαλτέτσι από το στρατόπεδο των Βερβαίνων, ένα τέταρτο για να βοηθήσει το πρώτο από το Καλογεροβούνι και το πέμπτο σώμα με 3.000 άνδρες, τα ορειβατικά πυροβόλα και τα πολεμοφόδια.
Από το Χρυσοβίτσι ο Κολοκοτρώνης είδε τα σήματα καπνού από την Επάνω Χρέπα, ότι τουρκικός στρατός κατευθύνεται προς το Βαλτέτσι, και με 800 άνδρες έσπευσε στην περιοχή, έχοντας ειδοποιήσει και τον Δημήτριο Πλαπούτα που βρισκόταν στην Πιάνα. Η μάχη στο Βαλτέτσι, εν τω μεταξύ, είχε ανάψει. Ο Ρουμπή με τους άνδρες του προσπαθούσε να περικυκλώσει και να συντρίψει τους οχυρωμένους στον ανατολικό και βορειοανατολικό προμαχώνα. Ο Κολοκοτρώνης, όμως, κατόρθωσε να καταλάβει ένα ύψωμα και άρχισε να χτυπά τους Τούρκους. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας κατέφθασε και ο Πλαπούτας, ο οποίος με τη σειρά του επιτέθηκε εναντίον τους. Η κατάσταση σύντομα άλλαξε και οι άνδρες του Ρουμπή ήταν αυτοί, που κινδύνευαν να εγκλωβιστούν από τους Έλληνες.
Βλέποντας τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι άνδρες του Ρουμπή, ο Μουσταφάμπεης έστειλε δυνάμεις από το Καλογεροβούνι να χτυπήσουν το ταμπούρι των Μανιατών, αλλά χωρίς επιτυχία. Αποτυχημένος ήταν και ο κανονιοβολισμός των ελληνικών θέσεων, αφού οι βόμβες είτε δεν έβρισκαν στόχο, είτε χτυπούσαν τους άνδρες του Ρουμπή. Είχε ήδη βραδιάσει και η μάχη συνεχιζόταν με πείσμα. Ο Κολοκοτρώνης προσπαθούσε να δώσει κουράγιο στους ταμπουρωμένους, λέγοντάς τους ότι αναμένοντας ενισχύσεις 10.000 ανδρών υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.
Αργά το βράδυ η μάχη σταμάτησε, με τους δυο αντιπάλους να διατηρούν τις θέσεις του. Τις πρωινές ώρες της 13ης Μαΐου, ο Κολοκοτρώνης διέσπασε τον τουρκικό κλοιό και ανεφοδίασε τους ταμπουρωμένους με τροφές και πολεμοφόδια. Το ίδιο βράδυ ήλθαν και κάποιες ενισχύσεις από τα Βέρβαινα που δεν ξεπερνούσαν τους 400 άνδρες, με επικεφαλής τους Πέτρο Βαρβιτσιώτη, Δημήτριο Πουλικάκο, Αντώνη Μαυρομιχάλη, Αναγνώστη Κονδάκη και Παναγιώτη Γιατράκο.
Το πρωί η μάχη συνεχίσθηκε με τη σφοδρότητα της προηγουμένης. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του λαϊκού ποιητή Παναγιώτη Κάλα ή Τσοπανάκου (1789-1825) «… στο Βαλτέτσι στο Λεβίδι / πέφτει αλύπητο λεπίδι…». Οι απόπειρες των Τούρκων να καταλάβουν τους προμαχώνες αποτύγχαναν η μία μετά την άλλη. Ο Μουσταφάμπεης, βλέποντας ότι οι άνδρες του Ρουμπή εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε δυσχερή θέση και πληροφορούμενος ότι επίκεινται νέες ενισχύσεις των Ελλήνων από τους Νικηταρά και Γιάννη Κολοκοτρώνη, διέταξε υποχώρηση όλων των δυνάμεών του.
Οι Έλληνες αναθάρρησαν, βγήκαν από τα ταμπούρια και πήραν στο κυνήγι τους Τούρκους, οι οποίοι υποχωρούσαν άτακτα. Οι απώλειές τους ανήλθαν σε 514 νεκρούς και 635 τραυματίες, οι οποίοι μεταφέρθηκαν κατά τη διάρκεια της νύχτας στην Τριπολιτσά. Οι απώλειες των Ελλήνων ανήλθαν σε μόλις 4 νεκρούς και 17 τραυματίες. Στα χέρια των Ελλήνων έπεσε και μεγάλος αριθμός πολεμικού υλικού, ικανού να εξοπλίσει 4.000 άνδρες.
Η μάχη στο Βαλτέτσι κράτησε σχεδόν 23 ώρες και ήταν η πρώτη σημαντική νίκη του Αγώνα. Αμέσως μετά τη μάχη, ο Κολοκοτρώνης συγκινημένος μίλησε προς τους νικητές και όπως αναφέρει ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του, τους είπε μεταξύ άλλων ότι η ημέρα αυτή πρέπει να καθαγιαστεί με νηστεία όλων και να εορτάζεται η επέτειός της εις «αιώνας αιώνων, έως ου στέκει το έθνος, διότι ήτο η ελευθερία της πατρίδος». Η νίκη στο Βαλτέτσι ενίσχυσε το ηθικό και την αυτοπεποίθηση των Ελλήνων, στοιχεία που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821).
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/620
© SanSimera.gr
Η Άλωση της Τριπολιτσάς
Μέχρι τις αρχές Μαΐου του 1821 οι επαναστάτες είχαν περισώζει την Τριπολιτσά σ' ένα κύκλο που περιλάμβανε τις περιοχές Πάπαρι, Βλαχοκερασιά, Διάσελο, Αλωνίσταινα και Βέρβενα. Τότε έφθασε η πληροφορία ότι ο Μουσταφάμπεης με 3.500 άνδρες προερχόμενος από τα Γιάννινα είχε διασπάσει την πολιορκία από τα ανατολικά και είχε εισέλθει στην πόλη. Η επιχείρηση κινδύνευε, καθώς τις επόμενες μέρες τέθηκε σε καταδίωξη του Κολοκοτρώνη και των άλλων οπλαρχηγών που πολιορκούσαν την Τριπολιτσά. Οι δύο σημαντικές ήττες που υπέστη στο Βαλτέτσι (12 Μαΐου) και στα Δολιανά (18 Μαΐου), όχι μόνο αναπτέρωσαν το ηθικό στο ελληνικό στρατόπεδο, αλλά συνέβαλαν καταλυτικά στην Άλωση της Τριπολιτσάς.
Η δύναμη των πολιορκητών συνεχώς ενισχυόταν και τις παραμονές της Άλωσης είχε φθάσει τους 10.000 άνδρες. Ο κλοιός γύρω από την Τριπολιτσά έσφιγγε διαρκώς και η πόλη υπέφερε. Οι αποθήκες των τροφίμων είχαν σχεδόν αδειάσει, τα χρήματα είχαν εξαντληθεί και οι αρρώστιες θέριζαν. Στην πόλη υπήρχαν 35.000 ψυχές, Τούρκοι, Χριστιανοί, Αλβανοί και Εβραίοι.
Τότε ο Κολοκοτρώνης συνέλαβε την ιδέα να κατασκευαστεί περιφερειακή τάφρος γύρω από την πόλη για να δυσκολέψει περισσότερο τη ζωή των πολιορκημένων. Η τάφρος κατασκευάστηκε ταχύτατα από τους χωρικούς και η όλη τοποθεσία ονομάστηκε Γράνα. Γύρω και πίσω από αυτή τοποθετήθηκαν τα τέσσερα ελληνικά σώματα, με επικεφαλής τους Κολοκοτρώνη, Μαυρομιχάλη, Γιατράκο και Αναγνωσταρά. Οι επαναστάτες είχαν στη διάθεσή τους ένα παμπάλαιο κανόνι και οι πολιορκούμενοι 30.
Απόντος του Μόρα-Βαλεσί, Χουρσίτ Πασά, ο Μουσταφάμπεης, που είχε το γενικό πρόσταγμα στην πόλη, αντιλήφθηκε γρήγορα την κίνηση του Κολοκοτρώνη και στις 18 Αυγούστου ενήργησε επίθεση με ιππικό για να διασπάσει τον κλοιό των Ελλήνων. Απέτυχε και οι δυνάμεις του επέστρεψαν στην πόλη έχοντας υποστεί μεγάλες απώλειες. Μπέηδες και αγάδες άρχισαν τότε να συσκέπτονται για τους όρους της παράδοσης, καθώς δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας.
Όμως τους πρόλαβε ένας απλός στρατιώτης, ο Μανώλης Δούνιας από τον Πραστό Κυνουρίας. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, ημέρα Παρασκευή, μαζί με δύο συντρόφους του αναρριχήθηκε στα τείχη της πόλης που έφθαναν τα πεντέμισι μέτρα ύψος και εισήλθε στην Τριπολιτσά, εκμεταλλευόμενος τη γνωριμία του με τον φύλακα του προμαχώνα. Αφού τον εξουδετέρωσε, άνοιξε την Πύλη του Μυστρά και οι έλληνες επαναστάτες εισόρμησαν στην πόλη. Οι κάτοικοί της αντιστάθηκαν, χωρίς επιτυχία, επί δίωρο.
Επακολούθησε άγρια σφαγή του πληθυσμού και πρωτοφανές πλιάτσικο. Μάταια οι οπλαρχηγοί προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τους μαινόμενους επαναστάτες. «Το ασκέρι, όπου ήτον μέσα, το Ελληνικόν, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άνδρες, τριάντα δύο χιλιάδες, μία ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς. Ένας υδραίος έσφαξε ενενήντα. Έλληνες εσκοτώθηκαν εκατόν» γράφει στα Απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης.
Η εκδικητική μανία των επαναστατών εκδηλώθηκε όχι μόνο σε βάρος των Τούρκων, αλλά και των Εβραίων που είχαν δείξει εχθρική στάση απέναντι στην Επανάσταση, και των Ελλήνων που είχαν χαρακτηριστεί τουρκολάτρες, όπως ο πρόκριτος Σωτήρης Κουγιάς. Αντίθετα, οι Αλβανοί της Τριπολιτσάς αποχώρησαν συντεταγμένα με τη συνοδεία ελλήνων μαχητών, καθώς είχαν έλθει σε συμφωνία με τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη.
Η Άλωση της Τριπολιτσάς αποτέλεσε σταθμό για την εδραίωση και την εξέλιξη της Επανάστασης. Ολόκληρη η Πελοπόννησος βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων, εκτός των φρουρίων, Πατρών, Μεθώνης, Κορώνης και Ναυπλίου, τα οποία πολιορκούνταν στενά.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/310
© SanSimera.gr
Η ΣΦΑΓΗ ΚΑΙ Η ΛΑΦΥΡΑΓΩΓΙΑ
Ο Φωτάκος θυμάται: «Ακόμα και τώρα έρχεται στο νου μου το λιάνισμα και το τρίξιμο των κοκκάλων και ανατριχιάζω. Τους επαρακάλεσα να παύσουν την σφαγή αλλά δεν εκατόρθωσα τίποτα, μάλιστα εφοβήθηκα μη μου δώσουν και εμένα καμία πληγήν. Τόσην ήτο η μέθη των δια να σκοτώνουν Τούρκους…».
Μετά τις τρεις ημέρες σφαγής, δεν υπήρχαν άλλοι ζωντανοί άμαχοι για να δολοφονηθούν: «Η φρενίτις εκείνη της φυλετικής εκδικήσεως δεν εγνώρισεν όρια. Έφτασε μέχρι των τάφων. Το τουρκικόν κοιμητήριον ανεσκάφη, και οστά και νεκροί ταφέντες προ ολίγου καιρού ερρίφθησαν εις τους δρόμους.» (Διονυσίου Κόκκινου Η Ελληνική Επανάστασις, Μέλισσα 1957, τόμος Γ΄, σελ. 318).
Η Άλωση της Τριπολιτσάς αποτέλεσε σταθμό για την εδραίωση και την εξέλιξη της Επανάστασης, ενώ η σύλληψη και η εκτέλεση του σχεδίου ανέδειξε τον Κολοκοτρώνη σε αρχηγό της Επανάστασης. Ολόκληρη η Πελοπόννησος βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων, εκτός των φρουρίων, Πατρών, Μεθώνης, Κορώνης και Ναυπλίου, τα οποία πολιορκούνταν στενά. Σύμφωνα με τον Φιλήμονα «τα αποτελέσματα της αλώσεως της Τριπόλεως επήλθον μέγιστα ως προς τους Έλληνας». Η Επανάσταση εφοδιάστηκε με 11.000 όπλα, εμψυχώθηκε και απέκτησε όνομα στο εξωτερικό. Οι ισχυρότεροι πολεμιστές της Πελοποννήσου νικήθηκαν και όλοι η χερσόνησος, πλην λίγων φρουρίων, περιήλθε στους Έλληνες. Σταθμό «για την εδραίωση και την πορεία του Αγώνα» θεωρεί την πτώση της Τριπολιτσάς ο Βασίλης Σφυρόερας.
Ο Φωτάκος λέει ότι ελάχιστα ήταν τα υλικά οφέλη για τους επαναστατημένους, αφού τα λάφυρα, η λεία, έγιναν αντικείμενο αρπαγής και ούτε καν το ένα τρίτο της δεν έφτασε στο περίφημο εθνικό θησαυροφυλάκιο. Ο Υψηλάντης, ο πάντοτε μετριοπαθής, που ήθελε την παράδοση της πόλης ακριβώς για να ενισχυθεί με τον πλούτο της ο αγώνας, όταν επέστρεψε στην Τριπολιτσά (σημειωτέον ότι ο Κολοκοτρώνης τον είχε απομακρύνει διαβεβαιώνοντάς τον ότι δεν θα πραγματοποιούσε έφοδο) μάταια προσπάθησε να πείσει τους Έλληνες να καταθέσουν μέρος των λαφύρων που είχαν αρπάξει στον κοινό αγώνα.
Εύα Γαλανιάδη
Ο Raybaud στα απομνημονεύματα του αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι Μαυρομιχαλαίοι, η Μπουμπουλίνα, ο Κολοκοτρώνης και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί κατάφεραν να κάνουν περιουσίες μέσα σε λίγες μέρες με "κατάπτυστες δοσοληψίες". Ως μοναδική εξαίρεση σε αυτό το όργιο χρηματισμού αναφέρεται ο Νικηταράς. Σύμφωνα με τους ξένους συγγραφείς η Μπουμπουλίνα πήρε πλούσια δώρα από τις πλούσιες Εβραίες «έναντι αορίστων επαγγελιών». Αυτή η φήμη για τον Κολοκοτρώνη διαψεύδεται από αυτούς που επιμελήθηκαν τα απομνημονεύματά του, δημοσιεύοντας επιστολή του Κολοκοτρώνη που τον Δεκέμβριο του '21, στην οποία παρακαλεί να του στείλουν λίγο ύφασμα για να φιάξει εσώρουχα "ότι δεν έχει διόλου" και χαρτί για γράψιμο.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BB%CF%89%CF%83%CE%B7_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%A4%CF%81%CE%B9%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CF%83%CE%AC%CF%82
Μέχρι τις αρχές Μαΐου του 1821 οι επαναστάτες είχαν περισώζει την Τριπολιτσά σ' ένα κύκλο που περιλάμβανε τις περιοχές Πάπαρι, Βλαχοκερασιά, Διάσελο, Αλωνίσταινα και Βέρβενα. Τότε έφθασε η πληροφορία ότι ο Μουσταφάμπεης με 3.500 άνδρες προερχόμενος από τα Γιάννινα είχε διασπάσει την πολιορκία από τα ανατολικά και είχε εισέλθει στην πόλη. Η επιχείρηση κινδύνευε, καθώς τις επόμενες μέρες τέθηκε σε καταδίωξη του Κολοκοτρώνη και των άλλων οπλαρχηγών που πολιορκούσαν την Τριπολιτσά. Οι δύο σημαντικές ήττες που υπέστη στο Βαλτέτσι (12 Μαΐου) και στα Δολιανά (18 Μαΐου), όχι μόνο αναπτέρωσαν το ηθικό στο ελληνικό στρατόπεδο, αλλά συνέβαλαν καταλυτικά στην Άλωση της Τριπολιτσάς.
Η δύναμη των πολιορκητών συνεχώς ενισχυόταν και τις παραμονές της Άλωσης είχε φθάσει τους 10.000 άνδρες. Ο κλοιός γύρω από την Τριπολιτσά έσφιγγε διαρκώς και η πόλη υπέφερε. Οι αποθήκες των τροφίμων είχαν σχεδόν αδειάσει, τα χρήματα είχαν εξαντληθεί και οι αρρώστιες θέριζαν. Στην πόλη υπήρχαν 35.000 ψυχές, Τούρκοι, Χριστιανοί, Αλβανοί και Εβραίοι.
Τότε ο Κολοκοτρώνης συνέλαβε την ιδέα να κατασκευαστεί περιφερειακή τάφρος γύρω από την πόλη για να δυσκολέψει περισσότερο τη ζωή των πολιορκημένων. Η τάφρος κατασκευάστηκε ταχύτατα από τους χωρικούς και η όλη τοποθεσία ονομάστηκε Γράνα. Γύρω και πίσω από αυτή τοποθετήθηκαν τα τέσσερα ελληνικά σώματα, με επικεφαλής τους Κολοκοτρώνη, Μαυρομιχάλη, Γιατράκο και Αναγνωσταρά. Οι επαναστάτες είχαν στη διάθεσή τους ένα παμπάλαιο κανόνι και οι πολιορκούμενοι 30.
Απόντος του Μόρα-Βαλεσί, Χουρσίτ Πασά, ο Μουσταφάμπεης, που είχε το γενικό πρόσταγμα στην πόλη, αντιλήφθηκε γρήγορα την κίνηση του Κολοκοτρώνη και στις 18 Αυγούστου ενήργησε επίθεση με ιππικό για να διασπάσει τον κλοιό των Ελλήνων. Απέτυχε και οι δυνάμεις του επέστρεψαν στην πόλη έχοντας υποστεί μεγάλες απώλειες. Μπέηδες και αγάδες άρχισαν τότε να συσκέπτονται για τους όρους της παράδοσης, καθώς δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας.
Όμως τους πρόλαβε ένας απλός στρατιώτης, ο Μανώλης Δούνιας από τον Πραστό Κυνουρίας. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, ημέρα Παρασκευή, μαζί με δύο συντρόφους του αναρριχήθηκε στα τείχη της πόλης που έφθαναν τα πεντέμισι μέτρα ύψος και εισήλθε στην Τριπολιτσά, εκμεταλλευόμενος τη γνωριμία του με τον φύλακα του προμαχώνα. Αφού τον εξουδετέρωσε, άνοιξε την Πύλη του Μυστρά και οι έλληνες επαναστάτες εισόρμησαν στην πόλη. Οι κάτοικοί της αντιστάθηκαν, χωρίς επιτυχία, επί δίωρο.
Επακολούθησε άγρια σφαγή του πληθυσμού και πρωτοφανές πλιάτσικο. Μάταια οι οπλαρχηγοί προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τους μαινόμενους επαναστάτες. «Το ασκέρι, όπου ήτον μέσα, το Ελληνικόν, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άνδρες, τριάντα δύο χιλιάδες, μία ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς. Ένας υδραίος έσφαξε ενενήντα. Έλληνες εσκοτώθηκαν εκατόν» γράφει στα Απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης.
Η εκδικητική μανία των επαναστατών εκδηλώθηκε όχι μόνο σε βάρος των Τούρκων, αλλά και των Εβραίων που είχαν δείξει εχθρική στάση απέναντι στην Επανάσταση, και των Ελλήνων που είχαν χαρακτηριστεί τουρκολάτρες, όπως ο πρόκριτος Σωτήρης Κουγιάς. Αντίθετα, οι Αλβανοί της Τριπολιτσάς αποχώρησαν συντεταγμένα με τη συνοδεία ελλήνων μαχητών, καθώς είχαν έλθει σε συμφωνία με τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη.
Η Άλωση της Τριπολιτσάς αποτέλεσε σταθμό για την εδραίωση και την εξέλιξη της Επανάστασης. Ολόκληρη η Πελοπόννησος βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων, εκτός των φρουρίων, Πατρών, Μεθώνης, Κορώνης και Ναυπλίου, τα οποία πολιορκούνταν στενά.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/310
© SanSimera.gr
Η ΣΦΑΓΗ ΚΑΙ Η ΛΑΦΥΡΑΓΩΓΙΑ
Ο Φωτάκος θυμάται: «Ακόμα και τώρα έρχεται στο νου μου το λιάνισμα και το τρίξιμο των κοκκάλων και ανατριχιάζω. Τους επαρακάλεσα να παύσουν την σφαγή αλλά δεν εκατόρθωσα τίποτα, μάλιστα εφοβήθηκα μη μου δώσουν και εμένα καμία πληγήν. Τόσην ήτο η μέθη των δια να σκοτώνουν Τούρκους…».
Μετά τις τρεις ημέρες σφαγής, δεν υπήρχαν άλλοι ζωντανοί άμαχοι για να δολοφονηθούν: «Η φρενίτις εκείνη της φυλετικής εκδικήσεως δεν εγνώρισεν όρια. Έφτασε μέχρι των τάφων. Το τουρκικόν κοιμητήριον ανεσκάφη, και οστά και νεκροί ταφέντες προ ολίγου καιρού ερρίφθησαν εις τους δρόμους.» (Διονυσίου Κόκκινου Η Ελληνική Επανάστασις, Μέλισσα 1957, τόμος Γ΄, σελ. 318).
Η Άλωση της Τριπολιτσάς αποτέλεσε σταθμό για την εδραίωση και την εξέλιξη της Επανάστασης, ενώ η σύλληψη και η εκτέλεση του σχεδίου ανέδειξε τον Κολοκοτρώνη σε αρχηγό της Επανάστασης. Ολόκληρη η Πελοπόννησος βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων, εκτός των φρουρίων, Πατρών, Μεθώνης, Κορώνης και Ναυπλίου, τα οποία πολιορκούνταν στενά. Σύμφωνα με τον Φιλήμονα «τα αποτελέσματα της αλώσεως της Τριπόλεως επήλθον μέγιστα ως προς τους Έλληνας». Η Επανάσταση εφοδιάστηκε με 11.000 όπλα, εμψυχώθηκε και απέκτησε όνομα στο εξωτερικό. Οι ισχυρότεροι πολεμιστές της Πελοποννήσου νικήθηκαν και όλοι η χερσόνησος, πλην λίγων φρουρίων, περιήλθε στους Έλληνες. Σταθμό «για την εδραίωση και την πορεία του Αγώνα» θεωρεί την πτώση της Τριπολιτσάς ο Βασίλης Σφυρόερας.
Ο Φωτάκος λέει ότι ελάχιστα ήταν τα υλικά οφέλη για τους επαναστατημένους, αφού τα λάφυρα, η λεία, έγιναν αντικείμενο αρπαγής και ούτε καν το ένα τρίτο της δεν έφτασε στο περίφημο εθνικό θησαυροφυλάκιο. Ο Υψηλάντης, ο πάντοτε μετριοπαθής, που ήθελε την παράδοση της πόλης ακριβώς για να ενισχυθεί με τον πλούτο της ο αγώνας, όταν επέστρεψε στην Τριπολιτσά (σημειωτέον ότι ο Κολοκοτρώνης τον είχε απομακρύνει διαβεβαιώνοντάς τον ότι δεν θα πραγματοποιούσε έφοδο) μάταια προσπάθησε να πείσει τους Έλληνες να καταθέσουν μέρος των λαφύρων που είχαν αρπάξει στον κοινό αγώνα.
Εύα Γαλανιάδη
Ο Raybaud στα απομνημονεύματα του αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι Μαυρομιχαλαίοι, η Μπουμπουλίνα, ο Κολοκοτρώνης και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί κατάφεραν να κάνουν περιουσίες μέσα σε λίγες μέρες με "κατάπτυστες δοσοληψίες". Ως μοναδική εξαίρεση σε αυτό το όργιο χρηματισμού αναφέρεται ο Νικηταράς. Σύμφωνα με τους ξένους συγγραφείς η Μπουμπουλίνα πήρε πλούσια δώρα από τις πλούσιες Εβραίες «έναντι αορίστων επαγγελιών». Αυτή η φήμη για τον Κολοκοτρώνη διαψεύδεται από αυτούς που επιμελήθηκαν τα απομνημονεύματά του, δημοσιεύοντας επιστολή του Κολοκοτρώνη που τον Δεκέμβριο του '21, στην οποία παρακαλεί να του στείλουν λίγο ύφασμα για να φιάξει εσώρουχα "ότι δεν έχει διόλου" και χαρτί για γράψιμο.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BB%CF%89%CF%83%CE%B7_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%A4%CF%81%CE%B9%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CF%83%CE%AC%CF%82
Οι 'Ομηροι
Οι αρχιερείς και οι πρόκριτοι ήταν στην αρχή απλώς σε περιορισμό μέσα στην πόλη. Στις αρχές Απριλίου οι Τούρκοι αφόπλισαν και φυλάκισαν δεκαοκτώ σωματοφύλακες των ομήρων που είχαν μπει μαζί τους στην πόλη και στις 16 Απριλίου αποκεφάλισαν τον ανιψιό ενός προεστού και έναν από τους ανθρώπους τους ως συνεννοούμενους με τους πολιορκητές. Αμέσως μετά το πλήθος των Τούρκων όρμησε κατά των ομήρων αλλά αποκρούστηκε από την φρουρά. Στις 17 οι όμηροι φυλακίστηκαν «εις καθησύχασιν του όχλου» αλλά την επομένη δολοφονήθηκαν οι δεκαοκτώ σωματοφύλακες προκειμένου να ελευθερωθεί η αλυσίδα στην οποία ήταν δεμένοι ώστε στη συνέχεια να δεθούν σ’ αυτήν οι ιερωμένοι.
Οι όμηροι έζησαν πέντε μήνες σε τραγικές συνθήκες. Όταν τους αποφυλάκισαν οι Τούρκοι για να τους χρησιμοποιήσουν στις διαπραγματεύσεις, είχε πεθάνει ήδη ένας μητροπολίτης και ένας διάκονος. Έξι ακόμη πέθαναν αμέσως μετά την αποφυλάκιση σε μια μόνο μέρα και δύο ύστερα από λίγο. Οι Τούρκοι δικαιολογήθηκαν ότι τους είχαν φυλακίσει για να τους προστατεύσουν από τον όχλο και τους υπαγόρευσαν επιστολές προς τους πολιορκητές. Όταν οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι πλησιάζει η κατάληψη της πόλης, έδειξαν μεταμέλεια για τη μεταχείριση των ομήρων και άρχισαν να περνούν έξω από τη φυλακή, να τους χαιρετούν και να τους επισκέπτονται. Ζήταγαν απ’ τους φυλακισμένους να μή δείξουν μνησικακία γιατί ό,τι συνέβη ήταν “ταξιράτι” (πεπρωμένο) και ζήταγαν να πουν καλά λόγια γι’ αυτούς.
https://www.timesnews.gr/alosi-tis-tripolitsas/
Γιατί η επανάσταση βάφτηκε στο αίμα των Τούρκων, όταν το εξαγριωμένο πλήθος μπήκε στην Τριπολιτσά; Τι είπαν οι φιλότουρκοι της Ευρώπης και γιατί μετά την Τρίπολη δεν υπήρχε περίπτωση συνθηκολόγησης;...
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 οι Έλληνες επαναστάτες αλώνουν την πόλη της Τριπολιτσάς, το κέντρο της τουρκικής εξουσίας στην Πελοπόννησο. Η είσοδος των ελληνικών στρατευμάτων στην πόλη σηματοδοτεί την έναρξη μιας άνευ προηγουμένου σφαγής του τουρκικού πληθυσμού. Στην πραγματικότητα γύρω από την Τριπολιτσά δεν υπήρχε στρατός που διεξήγαγε πόλεμο. Φλεγόταν μια επανάσταση οργισμένου λαού, εξαγριωμένου από την αβάστακτη τυραννία. Οι άνθρωποι αυτοί εννοούσαν να φερθούν στους Τούρκους όπως σε τυράννους που είχε έλθει η ώρα να πληρώσουν για τα εγκλήματά τους. Η Τριπολιτσά ήταν το σύμβολο της τουρκικής εξουσίας επί έναν αιώνα. Από εκεί είχαν περάσει τόσοι φοβεροί πασάδες και από εκεί εξακοντίζονταν διατάγματα καταπιέσεων και απερίγραπτων καταδιώξεων, θανατικών εκτελέσεων και εξοντώσεων ολόκληρων πληθυσμών. Ήταν η «Βαβυλώνα» του Μοριά, όπου οι μπέηδες και οι αγάδες οργίαζαν με το αίμα και τον ιδρώτα του λαού ολόκληρης της χώρας. Οι χειρότερες αναμνήσεις της σκλαβιάς του πελοποννησιακού λαού συνδέθηκαν με την Τριπολιτσά. Από εκεί αναχωρούσαν οι εισπράκτορες των τουρκικών φόρων. Εκεί υπήρχε ο πλάτανος από τον οποίο είχαν κρεμαστεί τόσοι δυστυχείς άνθρωποι χωρίς λόγο. Πολλοί από τους πολιορκητές της πόλης είχαν τους προσωπικούς τους λογαριασμούς με τους Τούρκους. Οι νικητές δεν έδειξαν έλεος για κανέναν. Θρήνοι και σπαρακτικές κραυγές ακούγονταν από τις τουρκικές συνοικίες, όπου συντελείτο άγρια σφαγή. Δεν γινόταν διάκριση φύλου ή ηλικίας. Πολλοί προσέφεραν στους νικητές χρήματα και πολύτιμα είδη για να εξαγοράσουν τη ζωή τους, αλλά ούτε αυτό τους ωφέλησε. Οι εξαγριωμένοι επαναστάτες πρώτα απ’ όλα ζητούσαν εκδίκηση. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του έγραψε: «Από τα τείχη ίσαμε το σεράι το άλογό μου δεν επάτησε στο χώμα … Το ασκέρι οπού ήτον μέσα, το ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες, τριάντα δύο χιλιάδες, μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς. Ένας Υδραίος έσφαξε ενενήντα»....
Η σφοδρή αντίδραση των φιλότουρκων ευρωπαίων
Από τις 34.000 του οθωμανικού πληθυσμού και στρατού σώθηκαν μόνον 8.000 και έμειναν αιχμάλωτοι των νικητών. Επί χρόνια οι αντιπολιτευόμενοι στα φιλελληνικά κομιτάτα της Ευρώπης ανέφεραν, σε άρθρα και σε διαλέξεις τους, ότι οι σφαγές εκείνες ήταν απόδειξη πως οι Έλληνες είχαν αποβάλει τα χαρακτηριστικά της φυλής που έδωσε στην ανθρωπότητα τα έξοχα διδάγματα ευγένειας και ανθρωπισμού και είχαν μετατραπεί σε έναν λαό θηριώδη και ημιάγριο, ξένο προς κάθε ανθρώπινο αίσθημα και ανάξιο ελευθερίας. Οι τουρκόφιλοι βρήκαν επιτέλους ένα γεγονός που προκαλούσε τη φρίκη των ανθρωπιστών, αυτών που συνήθως κρίνουν τη ζωή και τους φοβερούς αγώνες ατόμων και λαών μέσα από τα γραφεία και τα σαλόνια τους, σύμφωνα με «ωραίες» θεωρίες. Η άλωση της Τριπολιτσάς συγκρίθηκε με τις πιο αποτρόπαιες πράξεις βάρβαρων λαών. Απέναντι σε αυτές τις άτοπες συγκρίσεις ο Σπυρίδων Τρικούπης υπενθύμισε την άλωση της Ιόππης από τους Γάλλους του Ναπολέοντα. Όλοι οι κάτοικοί της είχαν κατακρεουργηθεί. Και η σφαγή δεν είχε γίνει από σκλάβους εναντίον τυράννων, αλλά από τακτικό ευρωπαϊκό στρατό με διαταγή του ίδιου του στρατηγού του. Οι Γάλλοι φιλέλληνες αξιωματικοί Μάξιμος Ραιμπώ και Μωρίς Περσά εκδήλωσαν και αυτοί προς τους Έλληνες φοιτητές που είχαν έλθει από το Παρίσι τον αποτροπιασμό τους για τα γεγονότα της Τριπολιτσάς. «Αλλ’ οι νέοι αυτοί», έγραψε ο Ραιμπώ, «είχαν ταξιδέψει, είχαν διαβάσει και για να υπερασπισθούν τους συμπατριώτας των ανεζήτησαν εις τας κατηγόρους σελίδας της ιστορίας πράξεις αναλόγους προς εκείνας». Ο Περσά μας αποκάλυψε τις «κατηγόρους σελίδας» που ανέφεραν οι, ευρισκόμενοι στην Τριπολιτσά, Έλληνες σπουδαστές του εξωτερικού. Του υπενθύμισαν τα γεγονότα της Γαλλίας του 1793. Τι ήταν πράγματι η άλωση της Τριπολιτσάς απέναντι στις σφαγές του Σεπτεμβρίου, στην τραγωδία της Ναντ και στις άλλες αγριότητες της γαλλικής τρομοκρατίας;
Γιατί δεν εμποδίστηκε η σφαγή;
Οι σφαγές της Τριπολιτσάς ήταν η έκφραση οργής ενός λαού τυραννισμένου επί αιώνες, οργής που κορυφώθηκε από τη δολοφονία του πατριάρχη Γρηγορίου E’, από τις σφαγές της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης, του Αϊβαλιού και της Κύπρου, από τη λεηλασία των ελληνικών επαρχιών από τις οποίες πέρασε ο Μουσταφάμπεης, από τους βιασμούς των νεαρών γυναικών του Άργους και από τη φονική συμπεριφορά των Τούρκων απέναντι στους φυλακισμένους αρχιερείς και προκρίτους. Στο ελληνικό στρατόπεδο βρίσκονταν αρκετοί Αϊβαλιώτες που διψούσαν για εκδίκηση, αφού από την άδικη επιδρομή των Τούρκων εναντίον τους είχαν χάσει τις οικογένειές τους. Οι Έλληνες ήταν οι άνθρωποι για τους οποίους το τουρκικό κράτος είχε καταργήσει τη δικαιοσύνη και για τις καταδίκες των οποίων οι δικαστές ανέφεραν ως επιχειρήματα τη φυλετική τους υπόσταση και τη θρησκεία τους. Επρόκειτο για μια επανάσταση που βάφτηκε με το αίμα των εχθρών της, αποδεικνύοντας μια ζωτικότητα άγρια, αλλά αναπόφευκτη ώστε να μην υποστεί την τύχη που η ίδια επέβαλε στον αντίπαλο....
Οι σφαγές δεν πραγματοποιήθηκαν από τακτικό στρατό, αλλά από επαναστατημένο πλήθος. Η έφοδος έγινε χωρίς διαταγή των οπλαρχηγών. Όμως πολλοί από αυτούς μάντεψαν τις σφαγές και εν μέρει τις θέλησαν. Γι’ αυτό απομάκρυναν από το στρατόπεδο τον Δημήτριο Υψηλάντη, που επιθυμούσε υπογραφή συνθήκης και είσοδο των Ελλήνων πολεμιστών στην πόλη με πλήρη τάξη. Το συμπέρασμα ότι οι οπλαρχηγοί θέλησαν τις σφαγές εξάγεται από το ότι δεν πραγματοποίησαν τίποτα σοβαρό για τον περιορισμό της επίθεσης, μόνο εναντίον των τουρκικών στρατιωτικών μονάδων και των προμαχώνων. Τις πρώτες ώρες της εφόδου, βέβαια, η διοίκηση των σωμάτων είχε ξεφύγει από τον έλεγχό τους. Όμως όταν νύχτωσε ήταν δυνατό να σχηματίσουν περιπόλους και να περιορίσουν το κακό. Το μόνο για το οποίο φρόντισαν ήταν η αιχμαλωσία και η ασφάλεια των συγκεντρωμένων στο σεράι επίσημων Τούρκων και των χαρεμιών, λόγω της χρησιμότητάς τους. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί θεώρησαν τις σφαγές ως αναγκαιότητα για την Επανάσταση. Έπρεπε να ανοιχτεί μεταξύ των επαναστατών και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αγεφύρωτο χάσμα. Έπρεπε να αποκλεισθεί ο δρόμος μιας πιθανής αμνηστίας ή συνθηκολόγησης (συνηθισμένη κατάληξη σε προηγούμενες εξεγέρσεις). Το μέσο ήταν φρικτό, αλλά μοναδικό. Οι επιλογές για τους επαναστάτες ήταν πλέον δύο: Ελευθερία ή Θάνατος.
Απόσπασμα από το βιβλίο: 1821 οι μάχες των Ελλήνων για την ελευθερία του ιστορικού Νίκου Γιαννόπουλου. Εκδόσεις Historical Quest...
Διαβάστε το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/giati-i-epanastasi-vaftike-sto-ema-ton-tourkon-otan-to-exagriomeno-plithos-bike-stin-tripolitsa-ti-ipan-i-filotourki-tis-evropis-ke-giati-meta-tin-tripoli-den-ipirche-periptosi-sinthikologisis/
Επανάληψη Κεφαλαίου
8. Οι αγώνες του Κανάρη
Τα Πυρπολικά
Τα πυρπολικά ήταν παλιά πλοία, ή πλοία πολύ φτηνής κατασκευής, γεμάτα με εύφλεκτα υλικά. Χρησιμοποιούνταν για να βάλουν φωτιά σε εχθρικά πλοία ή να προκαλέσουν πανικό στο πλήρωμα τους. Αγκιστρώνονταν πάνω στα εχθρικά πλοία και κατόπιν το πλήρωμα έβαζε φωτιά με αποτέλεσμα να ακολουθήσει έκρηξη ή μεγάλη πυρκαγιά. Το πλήρωμα του πυρπολικού εγκατέλειπε το πλοίο λίγο πριν αυτό εκραγεί.
Η ονομασία κατάγεται από το βυζαντινό (ο) «μπούρλος» που σήμαινε στουπί κι από το βενετσιάνικο «burloto». Από τα 1825, το είπαν πυρπολικό. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ρήμα πυρπολώ που σημαίνει περιφέρομαι και καταστρέφω με φωτιά.
Ήταν μια καθαρά ελληνική εφεύρεση, από τα αρχαία ακόμα χρόνια, καθώς πρώτοι οι Έλληνες χρησιμοποίησαν τη φωτιά ως αποτελεσματικό όπλο στη θάλασσα. Η παλαιότερη αναφορά που έχουμε για χρήση πυρπολικών εναντίον εχθρικών πλοίων αφορά τη χρήση του από τους Συρακούσιους κατά του αθηναϊκού στόλου στη Σικελική Εκστρατεία (415-413 π.Χ.).
Ο Παριανός Πατατούκος έμαθε στους σύγχρονούς του Έλληνες ναυτικούς πώς να το κατασκευάζουν. Ο Ψαριανός Κωνσταντίνος Νικόδημος το τελειοποίησε. Το μπουρλότο, το «όπλο της ελληνικής επανάστασης», όπως χαρακτηρίστηκε από τους ξένους, κυριάρχησε στα πελάγη.
Πρώτος χρησιμοποίησε πυρπολικό ο Ψαριανός Δημήτριος Παπανικολής, το Μάιο του 1821 στη ναυμαχία της Ερεσσού. Κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού αγώνα του 1821 έγιναν 59 επιθέσεις με πυρπολικά από τις οποίες οι 39 ήταν επιτυχείς, 19 απέτυχαν και 1 αμφισβητείται.
Πηγή: http://daskalosa.eu/history_st/st_istoria_en.c_8_oi_agones_toy_kanari.html
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: Οι αγώνες του Κανάρη - Ιστορία ΣΤ
More presentations from Apostolos Angelopoulos
Επανάληψη Κεφαλαίου
9. Η εκστρατεία του Δράμαλη - Δερβενάκια
Ο Μέντελσον Μπαρτόλντι και πάλι περιγράφει το πλήθος της στρατιάς: «Είκοσι τέσσαρες χιλιάδες πεζοί, εξακισχίλιοι ιππείς και ισχυρόν πυροβολικόν απετέλουν αυτήν· από του έτους δε 1715, ότε ο Αλή Κουμουρτζής διέβη τον Σπερχειόν, απερχόμενος όπως ανακτήση Μωρέαν από τους Ενετούς, ουδέποτε είχεν ίδει η Ελλάς τοιαύτην στρατιωτικήν πομπήν...».
Η είδηση ότι οι Τούρκοι είναι προ των πυλών προξένησε τέτοιο πανικό στους κατοίκους του Άργους, που έσπευσαν να εγκαταλείψουν την πόλη.Ακόμη και τα περισσότερα μέλη του Εκτελεστικού και Βουλευτικού Σώματος διέφυγαν με πλοία, εκτός από ελάχιστους (μεταξύ αυτών ο αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού, Αθανάσιος Κανακάρης), που φρόντισαν για τη διάσωση των αρχείων της κυβέρνησης. Για τη συμπεριφορά αυτή των πολιτικών ο Κολοκοτρώνης σημειώνει στα απομνημονεύματά του:
«Το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό δεν είχε καμμίαν δύναμιν, ούτε ενήργησε τίποτες εις αυτήν την περίστασιν. Ο Κανακάρης έλεγε: «Τα αρχεία ας γλυτώσωμε και το έθνος ας πάγη»».
Στο Άργος είχε επίσης συγκεντρωθεί ο δημόσιος θησαυρός, για να χρησιμεύσει στις πολεμικές ανάγκες. Αντί όμως να καταλήξει στο δημόσιο ταμείο, τον οικειοποιήθηκαν ορισμένοι ιδιώτες.
Πηγη: https://argolikivivliothiki.gr
«Το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό δεν είχε καμμίαν δύναμιν, ούτε ενήργησε τίποτες εις αυτήν την περίστασιν. Ο Κανακάρης έλεγε: «Τα αρχεία ας γλυτώσωμε και το έθνος ας πάγη»».
Στο Άργος είχε επίσης συγκεντρωθεί ο δημόσιος θησαυρός, για να χρησιμεύσει στις πολεμικές ανάγκες. Αντί όμως να καταλήξει στο δημόσιο ταμείο, τον οικειοποιήθηκαν ορισμένοι ιδιώτες.
Πηγη: https://argolikivivliothiki.gr
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εμψυχώνει τους άνδρες του για ν' αντιμετωπίσουν τον Δράμαλη:
«Έλληνες, τους είπε, σήμερα γεννηθήκαμε και σήμερα θα πεθάνουμε για τη σωτηρία της πατρίδας μας και για τη δική μας. Ακούστε τι πρέπει να κάνετε. Αμέσως να πάτε στα σπίτια σας να πάρετε το φαγητό σας. Διέταξα να σας δοθεί όπως και τα φυσέκια, αλλά να είστε έτοιμοι όλοι οι δυνατοί, τους δε αδύνατους και τα περιττά πράγματα, τα ζώα και τις κάπες σας να τα στείλετε στο απέναντι βουνό του Αγίου Γεωργίου, όπου διέταξα να πάνε και τα δικά μου πράγματα. Εκεί θα είμαι και εκεί θα με βρείτε σε περίπτωση αποτυχίας, γεγονός που απεύχομαι. Αν ο εχθρός μας νικήσει εκεί θα μαζευτούμε, αυτό σας το λέω έτσι, για να γνωρίζετε τον τόπο, αλλά σας λέω και αυτό, ότι απόψε ήλθε στο όνειρο μου η τύχη της πατρίδας μας και μου είπε ότι θα πετύχουμε μεγαλύτερη νίκη από κάθε άλλη στο παρελθόν ή και στο μέλλον. Είμαι τόσο βέβαιος γι' αυτό που λέω, που σας συμβουλεύω να μην πάρετε ούτε τα άρματά σας, για να πάρουμε εκείνα των Τούρκων.
Σήμερα ο καθένας από εμάς θα καταδιώξει πολλούς, θα πάρετε λάφυρα πολλά και τους θησαυρούς του Αλή Πασά θα τους μοιράσετε με το φέσι, τα φλουριά των Τούρκων είναι χρήματα χριστιανικά. Τα είχε ο τύραννος της Ηπείρου που τα πήρε από τους αδελφούς μας. ο Άγιος Θωμάς μας τα έστειλε και είναι κέρδος δικό μας. Αύριο τέτοια ώρα θα σας δω όλους με τα άρματα των Τούρκων, με τα άλογά τους, λαμπροφορεμένους με τα ρούχα τους. Ο Θεός είναι μαζί μας και να μη σας νοιάζει τίποτε. Πηγαίνετε να ετοιμαστείτε όπως σας είπα και να έλθετε εδώ όλοι να ξεκινήσουμε μαζί».
«Έλληνες, τους είπε, σήμερα γεννηθήκαμε και σήμερα θα πεθάνουμε για τη σωτηρία της πατρίδας μας και για τη δική μας. Ακούστε τι πρέπει να κάνετε. Αμέσως να πάτε στα σπίτια σας να πάρετε το φαγητό σας. Διέταξα να σας δοθεί όπως και τα φυσέκια, αλλά να είστε έτοιμοι όλοι οι δυνατοί, τους δε αδύνατους και τα περιττά πράγματα, τα ζώα και τις κάπες σας να τα στείλετε στο απέναντι βουνό του Αγίου Γεωργίου, όπου διέταξα να πάνε και τα δικά μου πράγματα. Εκεί θα είμαι και εκεί θα με βρείτε σε περίπτωση αποτυχίας, γεγονός που απεύχομαι. Αν ο εχθρός μας νικήσει εκεί θα μαζευτούμε, αυτό σας το λέω έτσι, για να γνωρίζετε τον τόπο, αλλά σας λέω και αυτό, ότι απόψε ήλθε στο όνειρο μου η τύχη της πατρίδας μας και μου είπε ότι θα πετύχουμε μεγαλύτερη νίκη από κάθε άλλη στο παρελθόν ή και στο μέλλον. Είμαι τόσο βέβαιος γι' αυτό που λέω, που σας συμβουλεύω να μην πάρετε ούτε τα άρματά σας, για να πάρουμε εκείνα των Τούρκων.
Σήμερα ο καθένας από εμάς θα καταδιώξει πολλούς, θα πάρετε λάφυρα πολλά και τους θησαυρούς του Αλή Πασά θα τους μοιράσετε με το φέσι, τα φλουριά των Τούρκων είναι χρήματα χριστιανικά. Τα είχε ο τύραννος της Ηπείρου που τα πήρε από τους αδελφούς μας. ο Άγιος Θωμάς μας τα έστειλε και είναι κέρδος δικό μας. Αύριο τέτοια ώρα θα σας δω όλους με τα άρματα των Τούρκων, με τα άλογά τους, λαμπροφορεμένους με τα ρούχα τους. Ο Θεός είναι μαζί μας και να μη σας νοιάζει τίποτε. Πηγαίνετε να ετοιμαστείτε όπως σας είπα και να έλθετε εδώ όλοι να ξεκινήσουμε μαζί».
Στις 26 Ιουλίου 1822 η καταπονημένη στρατιά του Δράμαλη στην προσπάθειά της να υποχωρήσει προς την Κόρινθο επιχείρησε να περάσει από τα κακοτράχαλα στενά των Δερβενακίων. Εκεί έπεσε στην αριστοτεχνική παγίδα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και υπέστη τρομερή καταστροφή. Τις επόμενες ημέρες η δυσοσμία από τα άταφα πτώματα και τα σμήνη των όρνεων που συγκεντρώθηκαν εκεί για να κορέσουν την πείνα τους συνέθεταν ένα σκηνικό κόλασης. Επί πολλά χρόνια το πλήθος των οστών τα οποία παρέμεναν στη «χαράδρα του θανάτου» ήταν οι απτές αποδείξεις μιας από τις μεγαλύτερες πανωλεθρίες του τουρκικού στρατού. Η τρομερή καταστροφή ανάγκασε τον Δράμαλη να εγκαταλείψει την προσπάθεια υποχώρησης και να αποσυρθεί στην Τίρυνθα. Οι νεκροί και οι τραυματίες Τούρκοι ανέρχονταν σε 2500-3000, ενώ οι ελληνικές απώλειες ήταν ασήμαντες....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/i-aristotechniki-pagida-tou-theodorou-kolokotroni-sta-dervenakia-ke-i-tromeri-katastrofi-tou-dramali-h-simasia-tis-megaliteris-nikis-ton-epanastatimenon-ellinon-to-1821/
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/i-aristotechniki-pagida-tou-theodorou-kolokotroni-sta-dervenakia-ke-i-tromeri-katastrofi-tou-dramali-h-simasia-tis-megaliteris-nikis-ton-epanastatimenon-ellinon-to-1821/
Το τουρκικό ασκέρι χρειάστηκε μια βδομάδα για να καταναλώσει όσες τροφές υπήρχαν στην αργολική πεδιάδα. Το Άργος δεν μπορούσε να το θρέψει. Ή προς την Τρίπολη έπρεπε να κινηθεί ή προς τα πίσω, στην Κόρινθο. Ο Δράμαλης έστειλε στον Κολοκοτρώνη τον γραμματικό του, Παναγιώτη Μανούσο, τάχα να ζητήσει παράδοση των Ελλήνων. Όταν του αρνήθηκαν, τον Μανούσο τον έπιασε κρίση συνειδήσεως. Πήρε παράμερα τον Κολοκοτρώνη και του εκμυστηρεύτηκε πως ο Δράμαλης θα κινηθεί για την Τρίπολη. Ο Γέρος τον ευχαρίστησε για την πληροφορία και τον συνεχάρη για τον πατριωτισμό του. Ο Μανούσος έφυγε πανευτυχής.
Σ’ αυτού του είδους τα κόλπα, ο Κολοκοτρώνης ήταν δάσκαλος. Τα είχε κι ο ίδιος χρησιμοποιήσει πάμπολλες φορές. Το ότι ο Μανούσος τον «πληροφορούσε» πως ο σερασκέρης σκοπεύει να βαδίσει στην Τρίπολη, τον έκανε να σιγουρευτεί πως ο μεγάλος αντίπαλός του θα πήγαινε στην Κόρινθο. Η δική του «μπλόφα ρελάνς» σκοπό είχε να αποκοιμίσει τον εχθρό.
Σ’ αυτού του είδους τα κόλπα, ο Κολοκοτρώνης ήταν δάσκαλος. Τα είχε κι ο ίδιος χρησιμοποιήσει πάμπολλες φορές. Το ότι ο Μανούσος τον «πληροφορούσε» πως ο σερασκέρης σκοπεύει να βαδίσει στην Τρίπολη, τον έκανε να σιγουρευτεί πως ο μεγάλος αντίπαλός του θα πήγαινε στην Κόρινθο. Η δική του «μπλόφα ρελάνς» σκοπό είχε να αποκοιμίσει τον εχθρό.
Στις 26 Ιουλίου από το στρατόπεδο του Δράμαλη ακούστηκαν οι πυροβολισμοί που ανήγγειλαν την εκκίνηση της μεγάλης στρατιάς. Λέγεται ότι τότε ο Κολοκοτρώνης μίλησε στους Ελληνες, διηγούμενος ότι στο όνειρό του η ίδια η θεά Τύχη τον είχε βεβαιώσει για τη νίκη. Τόσο σίγουρος ήταν μάλιστα, ώστε λέγεται ότι είπε: «Εχω τόσην βεβαιότητα να σας ειπώ να μην πάρετε ούτε τα άρματά σας, για να πάρωμε των Τούρκων. Σήμερα ο καθένας από εμάς θα καταδιώκη πολλούς...». Για να κρύψει μάλιστα τον μικρό αριθμό των συμπολεμιστών του - υπολογίζονται σε περίπου 2.300 άνδρες - ο έλληνας οπλαρχηγός κατέφυγε σε ένα «κλέφτικο» τέχνασμα: Αφού παρέταξε σχεδόν όλους τους άνδρες του στην πλαγιά όπου βρισκόταν το χωριό Αγιος Σώστης, ο ίδιος, μαζί με τους ηλικιωμένους και τους άμαχους, πήγε απέναντι στον Αγιο Γεώργιο και, αφού μάζεψε ολόγυρα όσο περισσότερα ζώα μπορούσε για να κάνουν φασαρία, κρέμασε κάπες, φέσια και σημαίες από διάφορα ξύλα, ώστε από μακριά να φαίνεται ότι εκεί ενέδρευε ανυπόμονος στρατός.
Το πρώτο τμήμα της τουρκικής στρατιάς, η εμπροσθοφυλακή των Αλβανών, πέρασε τα στενά δίπλα από τον «πλαστό» στρατό του Κολοκοτρώνη, δίχως σημαντικές απώλειες. Το δεύτερο όμως κατατροπώθηκε. «Από εκάστου λόφου», κατά τον Μπαρτόλντι, «ανεπήδων ένοπλοι Ελληνες και καπνός πυρίτιδος κατεκάλυψε όλας τας κλιτύς του όρους. Οι Τούρκοι ιππείς, υποχωρήσαντες τάχιστα, προσεπάθησαν να αναβώσι την δεξιάν όχθην του χειμάρρου, αφ' ης ανελίσσεται η ανωφέρεια του Αγίου Σώστη. Οι πεζοί παρηκολούθουν όπως ηδύναντο, τα όπλα δε και αι αποσκευαί και παν ό,τι παρεκώλυε την πορείαν απερρίφθησαν. Αλλ' οι Ελληνες έσπευδον διώκοντες τους φεύγοντες και το λαμπρόν όνειρον του Κολοκοτρώνη ήρχιζε να πραγματοποιήται».
Και θα είχε πράγματι πραγματοποιηθεί το όνειρο, αν οι οπλαρχηγοί που είχε καλέσει ο Κολοκοτρώνης είχαν καταφθάσει εγκαίρως. Ο μόνος που απάντησε στο κάλεσμα ήταν ο Νικηταράς ο «Τουρκοφάγος», με τους άνδρες του οποίου όμως είχαν ενωθεί και αυτοί του Παπαφλέσσα και του Υψηλάντη. Ο Νικηταράς έσπευσε να ανακόψει την υποχώρηση των Τούρκων προς την Κόρινθο και έτσι στη χαράδρα μπροστά στον Αγιο Σώστη οι Τούρκοι άφησαν περισσότερους από 3.000 νεκρούς. Η δε μεγάλη τουρκική στρατιά διασπάστηκε και ένα μέρος της κατέφυγε στην Κόρινθο, ενώ το άλλο γύρισε πίσω στο Αργος, όπου ο Δράμαλης παρέμεινε άπραγος για μία ημέρα, προσπαθώντας να συνέλθει από την πανωλεθρία.
Το πρώτο τμήμα της τουρκικής στρατιάς, η εμπροσθοφυλακή των Αλβανών, πέρασε τα στενά δίπλα από τον «πλαστό» στρατό του Κολοκοτρώνη, δίχως σημαντικές απώλειες. Το δεύτερο όμως κατατροπώθηκε. «Από εκάστου λόφου», κατά τον Μπαρτόλντι, «ανεπήδων ένοπλοι Ελληνες και καπνός πυρίτιδος κατεκάλυψε όλας τας κλιτύς του όρους. Οι Τούρκοι ιππείς, υποχωρήσαντες τάχιστα, προσεπάθησαν να αναβώσι την δεξιάν όχθην του χειμάρρου, αφ' ης ανελίσσεται η ανωφέρεια του Αγίου Σώστη. Οι πεζοί παρηκολούθουν όπως ηδύναντο, τα όπλα δε και αι αποσκευαί και παν ό,τι παρεκώλυε την πορείαν απερρίφθησαν. Αλλ' οι Ελληνες έσπευδον διώκοντες τους φεύγοντες και το λαμπρόν όνειρον του Κολοκοτρώνη ήρχιζε να πραγματοποιήται».
Και θα είχε πράγματι πραγματοποιηθεί το όνειρο, αν οι οπλαρχηγοί που είχε καλέσει ο Κολοκοτρώνης είχαν καταφθάσει εγκαίρως. Ο μόνος που απάντησε στο κάλεσμα ήταν ο Νικηταράς ο «Τουρκοφάγος», με τους άνδρες του οποίου όμως είχαν ενωθεί και αυτοί του Παπαφλέσσα και του Υψηλάντη. Ο Νικηταράς έσπευσε να ανακόψει την υποχώρηση των Τούρκων προς την Κόρινθο και έτσι στη χαράδρα μπροστά στον Αγιο Σώστη οι Τούρκοι άφησαν περισσότερους από 3.000 νεκρούς. Η δε μεγάλη τουρκική στρατιά διασπάστηκε και ένα μέρος της κατέφυγε στην Κόρινθο, ενώ το άλλο γύρισε πίσω στο Αργος, όπου ο Δράμαλης παρέμεινε άπραγος για μία ημέρα, προσπαθώντας να συνέλθει από την πανωλεθρία.
Ένας από τους πιο γνωστούς και γενναίους ήρωες του 1821 ήταν αναμφίβολα ο Νικηταράς, γνωστός ως «Τουρκοφάγος». Τίμιος και ανιδιοτελής, από την αρχή της επανάστασης βρισκόταν πάντα στην πρώτη γραμμή στο πλευρό του θείου του, Κολοκοτρώνη. Στη μάχη στα Δερβενάκια μάλιστα η ορμητικότητα του ήταν τόσο μεγάλη που έσπασε τρία σπαθιά ενώ το τέταρτο κόλλησε στο χέρι του, καθώς έπαθε αγκύλωση και χρειάστηκε ιατρική βοήθεια για να ανοίξει. Σ’ αυτήν τη μάχη του κόλλησαν το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος», διότι όπως τον αντίκρυσαν μέσα στα αίματα, έμοιαζε με σαρκοφάγο ζώο. Όταν τελείωσε η μάχη, οι πολεμιστές άρχισαν να μοιράζουν τα λάφυρα. Αναζήτησαν τον στρατηγό τους, τον Νικηταρά. Αυτός είχε αποτραβηχτεί να ξεκουραστεί. Τον ρώτησαν τι θέλει κι αυτός τους είπε: «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη». Με το ζόρι του χάρισαν ένα άλογο μεγαλόσωμο και ένα σπαθί....
Ωστόσο, μετά την απελευθέρωση άρχισαν οι περιπέτειες του. Συνελήφθη δύο φορές και το 1839 φυλακίστηκε μετά από κατηγορία για συμμετοχή σε συνωμοσία κατά του βασιλιά Όθωνα....
Τα βασανιστήρια που πέρασε στη φυλακή ήταν φρικτά. Όταν πια αποφυλακίστηκε η υγεία του είχε κλονιστεί σοβαρά με αποτέλεσμα να πεθάνει λίγο αργότερα στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, πάμφτωχος, τυφλός και λησμονημένος....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/nikitaraso-tourkofagos-filakisthike-apo-tous-vavarous-vasanisthike-echase-tin-orasi-tou-ke-katelixe-zitianos-sta-skalia-tis-ekklisias-vinteo/
Η εκστρατεία του Δράμαλη - Δερβενάκια
More presentations from Apostolos Angelopoulos
Επανάληψη Κεφαλαίου
10. Ο Μάρκος Μπότσαρης
Ο Μάρκος Μπότσαρης
More presentations from Apostolos Angelopoulos
Aύγουστος 1823. Ο Μάρκος Μπότσαρης, γνωστός ως «αετός του Σουλίου» αιφνιδιάζει τον Μουσταή Πασά, που είχε στρατοπεδεύσει με 5.000 Τουρκαλβανούς στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου. Στο πλευρό του βρίσκονταν 450 Σουλιώτες και ο Σουλιώτης οπλαρχηγός, Κίτσος Τζαβέλας.
Σκοπός τους ήταν να ανακόψουν την πορεία των Οθωμανών προς τη δυτική Ρούμελη. Μόλις νύχτωσε οι Έλληνες όρμησαν προς το στρατόπεδο. Παρά την αριθμητική υπεροχή των Τούρκων, κατάφεραν να σκοτώσουν αρκετούς . Ο Μπότσαρης παρ’ ότι ήταν πληγωμένος στο στομάχι, κατευθύνθηκε στη σκηνή του Μουσταή Πασά, την οποία φρουρούσαν χιλιάδες Τουρκαλβανοί. Τότε, ένα βόλι τον βρήκε στον κρόταφο και πέθανε πάνω στην έφοδο. Το μοιραίο βόλι που κόστισε τη ζωή στον Σουλιώτη αγωνιστή, μαζί με αιματοβαμμένο κομμάτι από τον κεφαλόδεσμό του, εκτίθεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στο κτίριο της παλαιάς Βουλής....
Η πορεία προς το Μεσολόγγι
Αμέσως μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του Μπότσαρη, οι Σουλιώτες σταμάτησαν τη μάχη για να τον κηδέψουν στο Μεσολόγγι. Η πομπή που τον μετέφερε στο Μεσολόγγι ήταν εντυπωσιακή, σύμφωνα με τον Γάλλο Φιλέλληνα Φρανσουά Πουκεβίλ. Ο νεκρός ήταν καλυμμένος με κυανή χλαμύδα. Πρώτοι περπατούσαν οι Τούρκοι αιχμάλωτοι, ακολουθούσαν τα αιχμαλωτισμένα άλογα των αξιωματικών και 54 σημαίες των εχθρών. Αρχικά πέρασαν από τη μονή Προυσσού, όπου βρισκόταν ο Καραϊσκάκης, ο οποίος τον ασπάστηκε και ανέφερε: «»Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι’ εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω». Κατ’ άλλους του είπε : ««Ωρέ, σαν τον Μάρκο ήρωα γυιό, μάνα δεν ματαγεννάει» Ο Καραϊσκάκης τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και τον είχε περιγράψει ως εξής: «Ο Μάρκος ήταν τρανός. Είχε νου που δεν είχε άλλος. Είχε καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκαιη σαν του Χριστού. Εμείς όλοι, ούτε στο δάχτυλό του δεν φθάνουμε»....
Ο Διονύσιος Σολωμός είχε παρομοιάσει την κηδεία του με την ταφή του Έκτορα στην Τροία. Ο Αμερικανός φιλέλληνας Fitz-Greene Halleck του αφιέρωσε το ποίημα «Μάρκος Μπότσαρης» που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1825. Απόσπασμα του ποιήματος:
«Μεσάνυχτα, μες στου δάσους τις σκιές
Ο Μπότσαρης παράταξε τους Σουλιώτες του,
Αφοσιωμένους, χαλύβδινους σαν τις δοκιμασμένες τους λεπίδες,
Ήρωες στην ψυχή και στο σώμα.
Εκεί είχαν σταθεί των Περσών οι χιλιάδες,
Εκεί η ευτυχής γη είχε πιει το αίμα τους
Στις Πλαταιές μιαν αρχαία μέρα.
Και τώρα εκεί έπνεε ο ίδιος στοιχειωμένος αέρας,
Οι γιοι των προγόνων, εκείνων που νίκησαν εκεί,
Με το χέρι έτοιμο να χτυπήσει και την ψυχή να τολμήσει,
Τόσο γρήγορα, τόσο μακριά… Όπως εκείνοι.
Πάλεψαν – σαν γενναίοι άνδρες, πολλήν ώρα και καλά.
Σώριασαν σ’ εκείνο το χώμα σφαγμένους μουσουλμάνους,
Νίκησαν – αλλά ο Μπότσαρης έπεσε Αιμόφυρτος.
Οι λιγοστοί του σύντροφοι που σώθηκαν
Είδαν το χαμόγελό του όταν αντήχησαν δυνατές οι ζητωκραυγές τους,
Και το κόκκινο πεδίο κερδήθηκε.
Έπειτα είδαν στο θάνατο τα βλέφαρά του να κλείνουν,
Ήρεμα, σαν για ανάπαυση μιας νύχτας,
Όπως τα λουλούδια στο λιόγερμα».
Η θυσία του Μπότσαρη για την ελευθερία συγκίνησε το έθνος και τους φιλέλληνες. Ο ζωγράφος Ντελακρουά ζωγράφισε δύο φορές τον πίνακα: «Ο Μπότσαρης αιφνιδιάζει τους Τούρκους».
Ο λόρδος Βύρωνας που επισκέφτηκε το Μεσολόγγι την επόμενη χρονιά του θανάτου του, πλησίασε το μνήμα του και ορκίστηκε να δώσει και τη ζωή του για την ελευθερία της Ελλάδας. Ο Μπότσαρης πέθανε σε ηλικία μόλις 33 ετών και ήταν ένας ανιδιοτελής ήρωας, που πολέμησε με θάρρος για την ανεξαρτησία. Δεν τον ενδιέφεραν τα αξιώματα και απόδειξη ήταν όταν τον έχρισαν στρατηγό του ελληνικού ξεσηκωμού, έσκισε το δίπλωμα και είπε: «Όποιος είναι άξιος, παίρνει το δίπλωμα αύριο μπροστά στον εχθρό!»
http://www.mixanitouxronou.gr/istoriko-ntokoumento-afto-ine-to-voli-pou-skotose-sti-machi-ton-marko-botsari-giati-o-dionisios-solomos-iche-paromiasi-tin-kidia-tou-me-tin-tafi-tou-ektora-stin-tria/
Σκοπός τους ήταν να ανακόψουν την πορεία των Οθωμανών προς τη δυτική Ρούμελη. Μόλις νύχτωσε οι Έλληνες όρμησαν προς το στρατόπεδο. Παρά την αριθμητική υπεροχή των Τούρκων, κατάφεραν να σκοτώσουν αρκετούς . Ο Μπότσαρης παρ’ ότι ήταν πληγωμένος στο στομάχι, κατευθύνθηκε στη σκηνή του Μουσταή Πασά, την οποία φρουρούσαν χιλιάδες Τουρκαλβανοί. Τότε, ένα βόλι τον βρήκε στον κρόταφο και πέθανε πάνω στην έφοδο. Το μοιραίο βόλι που κόστισε τη ζωή στον Σουλιώτη αγωνιστή, μαζί με αιματοβαμμένο κομμάτι από τον κεφαλόδεσμό του, εκτίθεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στο κτίριο της παλαιάς Βουλής....
Η πορεία προς το Μεσολόγγι
Αμέσως μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του Μπότσαρη, οι Σουλιώτες σταμάτησαν τη μάχη για να τον κηδέψουν στο Μεσολόγγι. Η πομπή που τον μετέφερε στο Μεσολόγγι ήταν εντυπωσιακή, σύμφωνα με τον Γάλλο Φιλέλληνα Φρανσουά Πουκεβίλ. Ο νεκρός ήταν καλυμμένος με κυανή χλαμύδα. Πρώτοι περπατούσαν οι Τούρκοι αιχμάλωτοι, ακολουθούσαν τα αιχμαλωτισμένα άλογα των αξιωματικών και 54 σημαίες των εχθρών. Αρχικά πέρασαν από τη μονή Προυσσού, όπου βρισκόταν ο Καραϊσκάκης, ο οποίος τον ασπάστηκε και ανέφερε: «»Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι’ εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω». Κατ’ άλλους του είπε : ««Ωρέ, σαν τον Μάρκο ήρωα γυιό, μάνα δεν ματαγεννάει» Ο Καραϊσκάκης τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και τον είχε περιγράψει ως εξής: «Ο Μάρκος ήταν τρανός. Είχε νου που δεν είχε άλλος. Είχε καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκαιη σαν του Χριστού. Εμείς όλοι, ούτε στο δάχτυλό του δεν φθάνουμε»....
Ο Διονύσιος Σολωμός είχε παρομοιάσει την κηδεία του με την ταφή του Έκτορα στην Τροία. Ο Αμερικανός φιλέλληνας Fitz-Greene Halleck του αφιέρωσε το ποίημα «Μάρκος Μπότσαρης» που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1825. Απόσπασμα του ποιήματος:
«Μεσάνυχτα, μες στου δάσους τις σκιές
Ο Μπότσαρης παράταξε τους Σουλιώτες του,
Αφοσιωμένους, χαλύβδινους σαν τις δοκιμασμένες τους λεπίδες,
Ήρωες στην ψυχή και στο σώμα.
Εκεί είχαν σταθεί των Περσών οι χιλιάδες,
Εκεί η ευτυχής γη είχε πιει το αίμα τους
Στις Πλαταιές μιαν αρχαία μέρα.
Και τώρα εκεί έπνεε ο ίδιος στοιχειωμένος αέρας,
Οι γιοι των προγόνων, εκείνων που νίκησαν εκεί,
Με το χέρι έτοιμο να χτυπήσει και την ψυχή να τολμήσει,
Τόσο γρήγορα, τόσο μακριά… Όπως εκείνοι.
Πάλεψαν – σαν γενναίοι άνδρες, πολλήν ώρα και καλά.
Σώριασαν σ’ εκείνο το χώμα σφαγμένους μουσουλμάνους,
Νίκησαν – αλλά ο Μπότσαρης έπεσε Αιμόφυρτος.
Οι λιγοστοί του σύντροφοι που σώθηκαν
Είδαν το χαμόγελό του όταν αντήχησαν δυνατές οι ζητωκραυγές τους,
Και το κόκκινο πεδίο κερδήθηκε.
Έπειτα είδαν στο θάνατο τα βλέφαρά του να κλείνουν,
Ήρεμα, σαν για ανάπαυση μιας νύχτας,
Όπως τα λουλούδια στο λιόγερμα».
Η θυσία του Μπότσαρη για την ελευθερία συγκίνησε το έθνος και τους φιλέλληνες. Ο ζωγράφος Ντελακρουά ζωγράφισε δύο φορές τον πίνακα: «Ο Μπότσαρης αιφνιδιάζει τους Τούρκους».
Ο λόρδος Βύρωνας που επισκέφτηκε το Μεσολόγγι την επόμενη χρονιά του θανάτου του, πλησίασε το μνήμα του και ορκίστηκε να δώσει και τη ζωή του για την ελευθερία της Ελλάδας. Ο Μπότσαρης πέθανε σε ηλικία μόλις 33 ετών και ήταν ένας ανιδιοτελής ήρωας, που πολέμησε με θάρρος για την ανεξαρτησία. Δεν τον ενδιέφεραν τα αξιώματα και απόδειξη ήταν όταν τον έχρισαν στρατηγό του ελληνικού ξεσηκωμού, έσκισε το δίπλωμα και είπε: «Όποιος είναι άξιος, παίρνει το δίπλωμα αύριο μπροστά στον εχθρό!»
http://www.mixanitouxronou.gr/istoriko-ntokoumento-afto-ine-to-voli-pou-skotose-sti-machi-ton-marko-botsari-giati-o-dionisios-solomos-iche-paromiasi-tin-kidia-tou-me-tin-tafi-tou-ektora-stin-tria/
Το βόλι που σκότωσε τον Μπότσαρη στη μάχη του Κεφαλόβρυσου. Αιματοβαμμένο κομμάτι από τον κεφαλόδεσμο και το ρολόι του. Εκτίθεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο....
«Ο Μπότσαρης αιφνιδιάζει τους Τούρκους στο στρατόπεδο τους» (προσχέδιο του 1860), Ευγένιος Ντελακρουά/ Wikimedia Commons...
Με την έκρηξη της Επανάστασης, ο Μάρκος Μπότσαρης πήρε μέρος στις νικηφόρες μάχες στο Κομπότι της Άρτας (3 Ιουλίου 1821) και στην Πλάκα (Σεπτέμβριος 1821) εναντίον του Τοπάλ Αλί Πασά και στα Δερβιζανά εναντίον του Τουρκομακεδόνων του Καπλάν Μπέη (12 Οκτωβρίου 1822). Στις 12 Νοεμβρίου 1821 συμμετείχε στην πολιορκία και την άλωση της Άρτας (17 Νοεμβρίου 1821).
Στο μεταξύ, οι Οθωμανοί είχαν αιχμαλωτίσει την οικογένειά του, που παρέμενε στον Κακκόλακο. Όταν τον Μάρτιο του 1822 πήγε μαζί με άλλους Σουλιώτες οπλαρχηγούς στην Πελοπόννησο για να ζητήσει βοήθεια από την προσωρινή κυβέρνηση, πέτυχε να απελευθερώσει την οικογένειά του, ανταλλάσσοντάς τη με τα χαρέμια του Χουρσίτ Πασά που είχαν αιχμαλωτισθεί κατά την άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821). Την οικογένεια την έστειλε στην Ανκόνα της Ιταλίας και ο ίδιος παρέμεινε στην Πελοπόννησο με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο ακολούθησε στη Δυτική Στερεά Ελλάδα.
Τον Μάιο του 1822 έπεισε τον Μαυροκορδάτο να αναληφθεί εκστρατεία στην Ήπειρο, με σκοπό τη βοήθεια των Σουλιωτών. Στα τέλη Ιουνίου με 1200 αγωνιστές κατευθύνθηκε από το Κομπότι στο Σούλι. Στις 29 Ιουνίου, κοντά στην Πλάκα, αντιμετώπισαν τις υπέρτερες δυνάμεις του Κιουταχή και τράπηκαν σε φυγή. Στις 4 Ιουλίου, με 32 συντρόφους του, πήρε μέρος στην καταστροφική μάχη του Πέτα, που σήμανε την οριστική παράδοση του Σουλίου στους Οθωμανούς.
Στις 12 Οκτωβρίου 1822, με τη βοήθεια του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, προήχθη σε στρατηγό, προκαλώντας την αντίδραση των άλλων οπλαρχηγών. Η στάση τους τον εξόργισε και ενώπιόν τους έσκισε το χαρτί του διορισμού του, λέγοντας: «Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα μεθαύριο μπροστά στον εχθρό». Αυτή η μεγαλοπρεπής πράξη του αποδεικνύει την ανιδιοτέλειά του και την αγάπη του για την πατρίδα. Στη συνέχεια είχε καθοριστική συνεισφορά στην αίσια έκβαση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (25 Οκτωβρίου - 31 Δεκεμβρίου 1822). Με την ευστροφία και την πονηριά του παρέσυρε σε πλαστές συνομιλίες («καπάκια») τους Τούρκους, δίνοντας το χρόνο στους πολιορκημένους να ενισχύσουν τις οχυρώσεις τους.
Το καλοκαίρι του 1823 ο Μάρκος Μπότσαρης προσπάθησε να ανακόψει το δρόμο στα τούρκικα στρατεύματα που επέδραμαν από τα Τρίκαλα προς τη δυτική Στερεά. Τη νύχτα της 8ης προς 9η Αυγούστου, επικεφαλής 350 Σουλιωτών, επιτέθηκε κατά των 4.000 Τουρκαλβανών του Μουσταή Πασά, που είχαν στρατοπεδεύσει στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου. Ο αιφνιδιασμός πέτυχε και ο Μπότσαρης, αν και πληγωμένος ελαφρά στην κοιλιά, προχώρησε προς τη σκηνή του Μουσταή Πασά, προκειμένου να τον αιχμαλωτίσει. Όμως, μία σφαίρα από έναν αφρικανό υπηρέτη του πασά τον βρήκε στο μάτι και τον τραυμάτισε σοβαρά. Εξέπνευσε λίγες ώρες αργότερα. Τότε, οι άνδρες του, αν και νικούσαν, διέκοψαν τη μάχη για να παραλάβουν τη σορό του αρχηγού τους και τα λάφυρα.
Μεταφέροντας τον νεκρό Μπότσαρη προς το Μεσολόγγι, σταμάτησαν για λίγο στη Μονή Προυσού, όπου ευρισκόταν ο Καραϊσκάκης κατάκοιτος. Αυτός τον ασπάστηκε, λέγοντας: «Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω». Ο νεκρός μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι στις 10 Αυγούστου 1823 με θριαμβική πομπή, που περιγράφει ο Πουκεβίλ στα απομνημονεύματά του. Του θριάμβου προηγούνταν Τουρκαλβανοί αιχμάλωτοι, ακολουθούσαν οι ίπποι των αξιωματικών τους με πολύτιμα επισάγματα και πενήντα τέσσερεις σημαίες των εχθρών. Ο νεκρός Μάρκος ήταν καλυμμένος με κυανή χλαμύδα. Ακολουθούσαν τα λάφυρα που ήταν ζώα, όπλα, σκηνές, πολεμοφόδια και το ταμείο των εχθρών. Η επικήδεια τελετή έγινε στο ναό Αγίου Νικολάου των προμαχώνων.
Τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη ύμνησε η λαϊκή και η έντεχνη μούσα. Ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε το ποίημα «Εις Μάρκο Μπότσαρη», στο οποίο παρομοιάζει τη μεγάλη προσέλευση των Ελλήνων στην κηδεία του ήρωα με τη συρροή των Τρώων στην ταφή του Έκτορα. Ποιήματα αφιερωμένα στον Μπότσαρη έγραψαν ο αμερικανός ποιητής Φιτζγκρίν Χάλεκ (1790-1867) με τίτλο «Marco Bozzaris» (1825), ο ελβετός ποιητής και δημοσιογράφος Ζιστ Ολιβιέ (1807-1876) με τίτλο «Marcos Botzaris au mont Aracynthe» («Ο Μάρκος Μπότσαρης στο όρος Αράκυνθος», 1826) και ο γάλλος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ στη συλλογή ποιημάτων του «Les Orientales» («Τ' Ανατολίτικα», 1829).
Το 1858 ο ζακυνθινός συνθέτης Παύλος Καρρέρ παρουσίασε την όπερα «Μάρκος Μπότσαρης». Το γαλλικό κράτος τίμησε το 1911 τον Μάρκο Μπότσαρη, δίνοντας σ' έναν από τους σταθμούς του παρισινού μετρό τ' όνομά του («Botzaris»).
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/920
© SanSimera.gr
Δημοτικά Τραγούδια για τον Μάρκο Μπότσαρη
ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ [ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ]
Πολυφωνικό τραγούδι από τα Κτίσματα Ιωαννίνων.
Ένα πουλί θαλασσινό μωρέ Μάρκο Μπότσαρη
ένα πουλί θαλασσινό μωρέ Μάρκο Μπότσαρη,
κι ένα πουλί βουνίσιο Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη
κι ένα πουλί βουνίσιο Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
------
Πέτρα την πέτρα περπατούν μωρέ Μάρκο Μπότσαρη
πέτρα την πέτρα περπατούν μωρέ Μάρκο Μπότσαρη,
και πικροτραγουδούνε Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη
και πικροτραγουδούνε Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
------
Το Μάρκο τον (ε)πιάσανε μωρέ Μάρκο Μπότσαρη
το Μάρκο τον (ε)πιάσανε μωρέ Μάρκο Μπότσαρη,
και πάν’ να τον κρεμάσουν Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη
και πάν’ να τον κρεμάσουν Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
------
Τον σκότωσαν το Μάρκο μας μωρέ Μάρκο Μπότσαρη
τον σκότωσαν το Μάρκο μας μωρέ Μάρκο Μπότσαρη,
στην άκρη στο ποτάμι Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη
στην άκρη στο ποτάμι Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
------
Πάει η μάνα τ’ και τον κλαίει μωρέ Μάρκο Μπότσαρη
πάει η μάνα τ’ και τον κλαίει μωρέ Μάρκο Μπότσαρη,
και τον μοιριολογάει Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη
και τον μοιριολογάει Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
------
Μάρκο μου που άφ’κες το σπαθί μωρέ Μάρκο Μπότσαρη
Μάρκο μου που άφ’κες το σπαθί μωρέ Μάρκο Μπότσαρη
που άφ’κες το τουφέκι Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη
που άφ’κες το ντουφέκι Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
------
Τα πήραν οι συντρόφοι μου μωρέ Μάρκο Μπότσαρη
τα πήραν οι συντρόφοι μου μωρέ Μάρκο Μπότσαρη,
τα πήραν τα παιδιά μου Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη
τα πήραν τα παιδιά μου Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
------
Και με τους Τούρκους πολεμάν’ μωρέ Μάρκο Μπότσαρη
και με τους Τούρκους πολεμάν’ μωρέ Μάρκο Μπότσαρη,
και τους κοτσαμπασήδες Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη
και τους κοτσαμπασήδες Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
Πολυφωνικό τραγούδι από τα Κτίσματα Ιωαννίνων.
Ένα πουλί θαλασσινό μωρέ Μάρκο Μπότσαρη
ένα πουλί θαλασσινό μωρέ Μάρκο Μπότσαρη,
κι ένα πουλί βουνίσιο Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη
κι ένα πουλί βουνίσιο Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
------
Πέτρα την πέτρα περπατούν μωρέ Μάρκο Μπότσαρη
πέτρα την πέτρα περπατούν μωρέ Μάρκο Μπότσαρη,
και πικροτραγουδούνε Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη
και πικροτραγουδούνε Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
------
Το Μάρκο τον (ε)πιάσανε μωρέ Μάρκο Μπότσαρη
το Μάρκο τον (ε)πιάσανε μωρέ Μάρκο Μπότσαρη,
και πάν’ να τον κρεμάσουν Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη
και πάν’ να τον κρεμάσουν Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
------
Τον σκότωσαν το Μάρκο μας μωρέ Μάρκο Μπότσαρη
τον σκότωσαν το Μάρκο μας μωρέ Μάρκο Μπότσαρη,
στην άκρη στο ποτάμι Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη
στην άκρη στο ποτάμι Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
------
Πάει η μάνα τ’ και τον κλαίει μωρέ Μάρκο Μπότσαρη
πάει η μάνα τ’ και τον κλαίει μωρέ Μάρκο Μπότσαρη,
και τον μοιριολογάει Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη
και τον μοιριολογάει Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
------
Μάρκο μου που άφ’κες το σπαθί μωρέ Μάρκο Μπότσαρη
Μάρκο μου που άφ’κες το σπαθί μωρέ Μάρκο Μπότσαρη
που άφ’κες το τουφέκι Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη
που άφ’κες το ντουφέκι Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
------
Τα πήραν οι συντρόφοι μου μωρέ Μάρκο Μπότσαρη
τα πήραν οι συντρόφοι μου μωρέ Μάρκο Μπότσαρη,
τα πήραν τα παιδιά μου Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη
τα πήραν τα παιδιά μου Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
------
Και με τους Τούρκους πολεμάν’ μωρέ Μάρκο Μπότσαρη
και με τους Τούρκους πολεμάν’ μωρέ Μάρκο Μπότσαρη,
και τους κοτσαμπασήδες Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη
και τους κοτσαμπασήδες Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
Επανάληψη Κεφαλαίου
11. Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο - ο Παπαφλέσσας
Οι εμφύλιες διαμάχες
Α' Εμφύλιος Πόλεμος (Φθινόπωρο 1823 - Ιούλιος 1824)
Οι διαμάχες πολιτικών και στρατιωτικών, που υπέβοσκαν από το πρώτο έτος της Επανάστασης οξύνθηκαν κατά τη διάρκεια και μετά την ολοκλήρωση της Β' Εθνοσυνέλευσης στο Άστρος (18 Απριλίου 1823). Η πολιτική κρίση εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο το πρώτο εξάμηνο του 1824. Οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις ήσαν από τη μία πλευρά οι σημαντικότεροι στρατιωτικοί της Πελοποννήσου με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη («Αντικυβερνητικοί») και από την άλλη οι σημαντικότεροι πολιτικοί της Πελοποννήσου και οι νησιώτες («Κυβερνητικοί»). Το ρουμελιώτικο στοιχείο, που δεν είχε ενεργό ανάμιξη στη φάση αυτή, εκπροσώπησε ο ηπειρώτης Ιωάννης Κωλέττης. Το θέατρο των επιχειρήσεων υπήρξε η Πελοπόννησος.
Αφορμή στάθηκε η καθαίρεση του υπουργού Δημητρίου Περούκα από τον νέο πρόεδρο του Βουλευτικού (Βουλή) Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, με την κατηγορία της υπέρβασης καθήκοντος. Οι στρατιωτικοί, υπερασπιζόμενοι το Εκτελεστικό (κυβέρνηση), διαλύουν το Βουλευτικό, με την κατηγορία ότι δεν είχε ενεργήσει νόμιμα στην περίπτωση Περούκα.
Στα τέλη Νοεμβρίου 1823 το Βουλευτικό καταφεύγει στο Κρανίδι για να βρίσκεται πιο κοντά στα ναυτικά νησιά που το υποστήριζαν. Από εκεί κηρύσσει παράνομο το Εκτελεστικό και κηρύσσει νέο, με επικεφαλής τον υδραίο μεγαλοκαραβοκύρη Γεώργιο Κουντουριώτη και μέλη τους Παναγιώτη Μπόταση, Ιωάννη Κωλέττη, Νικόλαο Λόντο και Ανδρέα Ζαΐμη. Έτσι, δημιουργούνται δύο πόλοι εξουσίας, ο ένας με έδρα το Κρανίδι («Κυβερνητικοί») και ο άλλος με έδρα την Τριπολιτσά («Αντικυβερνητικοί»). Η μία κυβέρνηση κατηγορούσε την άλλη ως παράνομη, ενώ και οι δύο προκήρυξαν εκλογές για την ανάδειξη νέου Βουλευτικού.
Οι «Αντικυβερνητικοί» κατηγορούσαν τους «Κυβερνητικούς» ότι θέλουν να παραδώσουν την Ελλάδα στους Άγγλους, ενώ οι «Κυβερνητικοί» εξέφραζαν τους φόβους για τις δικτατορικές τάσεις των στρατιωτικών, που αποτελούσαν τη ραχοκοκκαλιά των «Αντικυβερνητικών». Η πλάστιγγα έγειρε εύκολα υπέρ των «Κυβερνητικών», που είχαν τη δύναμη και τον πλούτο. Συσπείρωναν τους νησιώτες εφοπλιστές και κεφαλαιούχους, τους περισσότερους ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, το μεγαλύτερο μέρος των πελοποννησίων γαιοκτημόνων, τους Έλληνες του εξωτερικού και τους περισσότερους φιλέλληνες. Ο Κολοκοτρώνης μπορεί να ήταν η ψυχή των «Αντικυβερνητικών», αλλά οι δυνάμεις που τον υποστήριζαν ήταν περιορισμένες.
Όπλο στα χέρια της κυβέρνησης του Κρανιδίου ήταν και το πρώτο δάνειο της ανεξαρτησίας, που συνήφθη για τις πολεμικές ανάγκες της χώρας, αλλά κατασπαταλήθηκε στην εμφύλια διαμάχη. Μάταια η παράταξη Κολοκοτρώνη προσπάθησε να το μπλοκάρει, επειδή γνώριζε ποια θα ήταν η τύχη του. Το δίμηνο Φεβρουαρίου - Μαρτίου δόθηκαν σκληρές μάχες στις περιοχές της Αρκαδίας και της Αργολίδας, με εύκολη επικράτηση των Κυβερνητικών. Οι ψύχραιμες φωνές για συμβιβασμό επικράτησαν και ο Κολοκοτρώνης, βλέποντας την αδυναμία του, αναγκάστηκε να συρθεί σε συνδιαλλαγή με τον Κουντουριώτη και μετά από κοπιαστικές συζητήσεις επιτεύχθηκε συμφωνία για τερματισμό των εχθροπραξιών στις 22 Μαΐου 1824. Ο Κολοκοτρώνης αναγνώρισε την κυβέρνηση Κουντουριώτη, η οποία στις αρχές Ιουλίου χορήγησε αμνηστία στους αντιπάλους της.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/402
© SanSimera.gr
Οι διαμάχες πολιτικών και στρατιωτικών, που υπέβοσκαν από το πρώτο έτος της Επανάστασης οξύνθηκαν κατά τη διάρκεια και μετά την ολοκλήρωση της Β' Εθνοσυνέλευσης στο Άστρος (18 Απριλίου 1823). Η πολιτική κρίση εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο το πρώτο εξάμηνο του 1824. Οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις ήσαν από τη μία πλευρά οι σημαντικότεροι στρατιωτικοί της Πελοποννήσου με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη («Αντικυβερνητικοί») και από την άλλη οι σημαντικότεροι πολιτικοί της Πελοποννήσου και οι νησιώτες («Κυβερνητικοί»). Το ρουμελιώτικο στοιχείο, που δεν είχε ενεργό ανάμιξη στη φάση αυτή, εκπροσώπησε ο ηπειρώτης Ιωάννης Κωλέττης. Το θέατρο των επιχειρήσεων υπήρξε η Πελοπόννησος.
Αφορμή στάθηκε η καθαίρεση του υπουργού Δημητρίου Περούκα από τον νέο πρόεδρο του Βουλευτικού (Βουλή) Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, με την κατηγορία της υπέρβασης καθήκοντος. Οι στρατιωτικοί, υπερασπιζόμενοι το Εκτελεστικό (κυβέρνηση), διαλύουν το Βουλευτικό, με την κατηγορία ότι δεν είχε ενεργήσει νόμιμα στην περίπτωση Περούκα.
Στα τέλη Νοεμβρίου 1823 το Βουλευτικό καταφεύγει στο Κρανίδι για να βρίσκεται πιο κοντά στα ναυτικά νησιά που το υποστήριζαν. Από εκεί κηρύσσει παράνομο το Εκτελεστικό και κηρύσσει νέο, με επικεφαλής τον υδραίο μεγαλοκαραβοκύρη Γεώργιο Κουντουριώτη και μέλη τους Παναγιώτη Μπόταση, Ιωάννη Κωλέττη, Νικόλαο Λόντο και Ανδρέα Ζαΐμη. Έτσι, δημιουργούνται δύο πόλοι εξουσίας, ο ένας με έδρα το Κρανίδι («Κυβερνητικοί») και ο άλλος με έδρα την Τριπολιτσά («Αντικυβερνητικοί»). Η μία κυβέρνηση κατηγορούσε την άλλη ως παράνομη, ενώ και οι δύο προκήρυξαν εκλογές για την ανάδειξη νέου Βουλευτικού.
Οι «Αντικυβερνητικοί» κατηγορούσαν τους «Κυβερνητικούς» ότι θέλουν να παραδώσουν την Ελλάδα στους Άγγλους, ενώ οι «Κυβερνητικοί» εξέφραζαν τους φόβους για τις δικτατορικές τάσεις των στρατιωτικών, που αποτελούσαν τη ραχοκοκκαλιά των «Αντικυβερνητικών». Η πλάστιγγα έγειρε εύκολα υπέρ των «Κυβερνητικών», που είχαν τη δύναμη και τον πλούτο. Συσπείρωναν τους νησιώτες εφοπλιστές και κεφαλαιούχους, τους περισσότερους ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, το μεγαλύτερο μέρος των πελοποννησίων γαιοκτημόνων, τους Έλληνες του εξωτερικού και τους περισσότερους φιλέλληνες. Ο Κολοκοτρώνης μπορεί να ήταν η ψυχή των «Αντικυβερνητικών», αλλά οι δυνάμεις που τον υποστήριζαν ήταν περιορισμένες.
Όπλο στα χέρια της κυβέρνησης του Κρανιδίου ήταν και το πρώτο δάνειο της ανεξαρτησίας, που συνήφθη για τις πολεμικές ανάγκες της χώρας, αλλά κατασπαταλήθηκε στην εμφύλια διαμάχη. Μάταια η παράταξη Κολοκοτρώνη προσπάθησε να το μπλοκάρει, επειδή γνώριζε ποια θα ήταν η τύχη του. Το δίμηνο Φεβρουαρίου - Μαρτίου δόθηκαν σκληρές μάχες στις περιοχές της Αρκαδίας και της Αργολίδας, με εύκολη επικράτηση των Κυβερνητικών. Οι ψύχραιμες φωνές για συμβιβασμό επικράτησαν και ο Κολοκοτρώνης, βλέποντας την αδυναμία του, αναγκάστηκε να συρθεί σε συνδιαλλαγή με τον Κουντουριώτη και μετά από κοπιαστικές συζητήσεις επιτεύχθηκε συμφωνία για τερματισμό των εχθροπραξιών στις 22 Μαΐου 1824. Ο Κολοκοτρώνης αναγνώρισε την κυβέρνηση Κουντουριώτη, η οποία στις αρχές Ιουλίου χορήγησε αμνηστία στους αντιπάλους της.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/402
© SanSimera.gr
Β' Εμφύλιος Πόλεμος (Ιούλιος 1824 - Ιανουάριος 1825)
Σχεδόν αμέσως, η νικήτρια φατρία του Κουντουριώτη άρχισε να ταλανίζεται από αντιθέσεις και εξαιτίας της διαχείρισης του δανείου. Οι Πελοποννήσιοι αντιλήφθηκαν ότι είχαν δώσει μεγάλη δύναμη στους νησιώτες (Υδραίους και Σπετσιώτες), οι οποίοι αποτελούσαν εμπόδιο στην ηγεμονία τους. Οι παλιοί σύμμαχοι έγιναν τώρα εχθροί και οι παλιοί εχθροί σύμμαχοι. Οι νησιώτες προσεταιρίστηκαν τους ρουμελιώτες και παραμέρισαν τους πελοποννήσιους προκρίτους. Τελικά, οι τελευταίοι αποχώρησαν από την κυβέρνηση τον Ιούλιο του 1824. Οι δύο ομάδες συγκρούστηκαν σκληρά για την εξασφάλιση της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας.
Το έναυσμα για τον δεύτερο εμφύλιο έδωσε η άρνηση των κατοίκων της Τριφυλλίας να πληρώσουν φόρους στην κυβέρνηση Κουντουριώτη. Αυτός έστειλε στρατεύματα για να επιβάλει τη θέληση της κυβέρνησης. Οι «κυβερνητικοί» υπό τον Παπαφλέσσα νικήθηκαν και οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν. Με τα χρήματα του δανείου ο Κουντουριώτης έστρεψε τους Στερεοελλαδίτες εναντίον των Πελοποννησίων. Σε ενέδρα έξω από την Τριπολιτσά σκοτώνεται ο γιος το Κολοκοτρώνη, Πάνος, στις 13 Νοεμβρίου 1824. Ο Γέρος του Μωριά συντετριμμένος από τον θάνατο του γιου του αποσύρθηκε στη Βυτίνα, μετανιωμένος για τη συμμετοχή του στον Εμφύλιο.
Ο Κουντουριώτης με τα χρήματα του δανείου εξαγόραζε μικροκαπεταναίους και πλήρωνε τους μισθούς των στρατιωτών τους. Έτσι, μέρα με τη μέρα αποδυνάμωνε την πλευρά των Πελοποννησίων. Η χαριστική βολή δόθηκε με την εισβολή ρουμελιώτικων στρατευμάτων στην Πελοπόννησο. Με αρχηγούς τους Γκούρα και Καραϊσκάκη προκάλεσαν απερίγραπτες καταστροφές και λεηλασίες, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αχαΐας. Ο οπλαρχηγός Δημήτριος Πλαπούτας, ως ουδέτερος, προσφέρθηκε να μεσολαβήσει για τον τερματισμό της εμφύλιας αιματοχυσίας, σε μια περίοδο που η σύμπραξη Σουλτάνου και Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου απειλούσε την Επανάσταση.
Ο Κολοκοτρώνης δέχθηκε να μεταβεί στο Ναύπλιο και να «προσφέρη εις την Διοίκησιν την υπόκλισίν του και την ευπείθειάν του εις τους νόμους της πατρίδος…». Είχε λάβει αόριστες διαβεβαιώσεις ότι η Κυβέρνηση θα χορηγούσε αμνηστία στους αντιπάλους της. Όμως, ο Κουντουριώτης δεν πίστεψε τα λόγια του μεγάλου του αντιπάλου και αφού τον συνέλαβε στις 6 Φεβρουαρίου 1825 τον έκλεισε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Τον Απρίλιο η κυβέρνηση κατάφερε να υποτάξει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που ήταν στο πλευρό του Κολοκοτρώνη και στους δύο εμφυλίους. Φυλακίστηκε στην Ακρόπολη και δολοφονήθηκε στις 5 Ιουνίου 1825.
Ο Κολοκοτρώνης είχε διαφορετική μοίρα. Αφέθηκε ελεύθερος την ίδια περίοδο, όταν οι πάντες είχαν συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο που διέτρεχε ο Εθνικός Ξεσηκωμός. Ο Ιμπραήμ είχε καταλάβει τη μισή Πελοπόννησο και ο Κιουταχής πολιορκούσε το Μεσολόγγι. Η στρατηγική ιδιοφυΐα του Γέρου του Μωριά έπρεπε να τεθεί και πάλι στη διάθεση της Επανάστασης.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/402
© SanSimera.gr
Σχεδόν αμέσως, η νικήτρια φατρία του Κουντουριώτη άρχισε να ταλανίζεται από αντιθέσεις και εξαιτίας της διαχείρισης του δανείου. Οι Πελοποννήσιοι αντιλήφθηκαν ότι είχαν δώσει μεγάλη δύναμη στους νησιώτες (Υδραίους και Σπετσιώτες), οι οποίοι αποτελούσαν εμπόδιο στην ηγεμονία τους. Οι παλιοί σύμμαχοι έγιναν τώρα εχθροί και οι παλιοί εχθροί σύμμαχοι. Οι νησιώτες προσεταιρίστηκαν τους ρουμελιώτες και παραμέρισαν τους πελοποννήσιους προκρίτους. Τελικά, οι τελευταίοι αποχώρησαν από την κυβέρνηση τον Ιούλιο του 1824. Οι δύο ομάδες συγκρούστηκαν σκληρά για την εξασφάλιση της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας.
Το έναυσμα για τον δεύτερο εμφύλιο έδωσε η άρνηση των κατοίκων της Τριφυλλίας να πληρώσουν φόρους στην κυβέρνηση Κουντουριώτη. Αυτός έστειλε στρατεύματα για να επιβάλει τη θέληση της κυβέρνησης. Οι «κυβερνητικοί» υπό τον Παπαφλέσσα νικήθηκαν και οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν. Με τα χρήματα του δανείου ο Κουντουριώτης έστρεψε τους Στερεοελλαδίτες εναντίον των Πελοποννησίων. Σε ενέδρα έξω από την Τριπολιτσά σκοτώνεται ο γιος το Κολοκοτρώνη, Πάνος, στις 13 Νοεμβρίου 1824. Ο Γέρος του Μωριά συντετριμμένος από τον θάνατο του γιου του αποσύρθηκε στη Βυτίνα, μετανιωμένος για τη συμμετοχή του στον Εμφύλιο.
Ο Κουντουριώτης με τα χρήματα του δανείου εξαγόραζε μικροκαπεταναίους και πλήρωνε τους μισθούς των στρατιωτών τους. Έτσι, μέρα με τη μέρα αποδυνάμωνε την πλευρά των Πελοποννησίων. Η χαριστική βολή δόθηκε με την εισβολή ρουμελιώτικων στρατευμάτων στην Πελοπόννησο. Με αρχηγούς τους Γκούρα και Καραϊσκάκη προκάλεσαν απερίγραπτες καταστροφές και λεηλασίες, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αχαΐας. Ο οπλαρχηγός Δημήτριος Πλαπούτας, ως ουδέτερος, προσφέρθηκε να μεσολαβήσει για τον τερματισμό της εμφύλιας αιματοχυσίας, σε μια περίοδο που η σύμπραξη Σουλτάνου και Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου απειλούσε την Επανάσταση.
Ο Κολοκοτρώνης δέχθηκε να μεταβεί στο Ναύπλιο και να «προσφέρη εις την Διοίκησιν την υπόκλισίν του και την ευπείθειάν του εις τους νόμους της πατρίδος…». Είχε λάβει αόριστες διαβεβαιώσεις ότι η Κυβέρνηση θα χορηγούσε αμνηστία στους αντιπάλους της. Όμως, ο Κουντουριώτης δεν πίστεψε τα λόγια του μεγάλου του αντιπάλου και αφού τον συνέλαβε στις 6 Φεβρουαρίου 1825 τον έκλεισε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Τον Απρίλιο η κυβέρνηση κατάφερε να υποτάξει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που ήταν στο πλευρό του Κολοκοτρώνη και στους δύο εμφυλίους. Φυλακίστηκε στην Ακρόπολη και δολοφονήθηκε στις 5 Ιουνίου 1825.
Ο Κολοκοτρώνης είχε διαφορετική μοίρα. Αφέθηκε ελεύθερος την ίδια περίοδο, όταν οι πάντες είχαν συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο που διέτρεχε ο Εθνικός Ξεσηκωμός. Ο Ιμπραήμ είχε καταλάβει τη μισή Πελοπόννησο και ο Κιουταχής πολιορκούσε το Μεσολόγγι. Η στρατηγική ιδιοφυΐα του Γέρου του Μωριά έπρεπε να τεθεί και πάλι στη διάθεση της Επανάστασης.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/402
© SanSimera.gr
Ο Παπαφλέσσας
Ο Γεώργιος Δικαίος Φλέσσας, όπως ήταν το κοσμικό του όνομα, γεννήθηκε το 1786 ή το 1788 στην Πολιανή Μεσσηνίας. Φοίτησε στην ονομαστή Σχολή της Δημητσάνας και το 1816 εκάρη μοναχός στο μοναστήρι της Βαλανιδιάς στην Καλαμάτα κι έλαβε το όνομα Γρηγόριος. Ζωηρός και εριστικός ως χαρακτήρας, γρήγορα ήλθε σε ρήξη με τον ηγούμενό του και πήγε να μονάσει στο μοναστήρι της Ρεκίτσας, μεταξύ Μυστρά και Λεονταρίου.
Στις αρχές του 1818 μάλωσε μ’ ένα Τούρκο αγά της περιοχής για κάποια διαφιλονικούμενα κτήματα και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη. Λίγο προτού εγκαταλείψει την Πελοπόννησο κι ενώ καταδιώκετο από Τούρκους οπλοφόρους, φέρεται να τους είπε: «Άιντε ρε και πού θα μου πάτε! Θα ξαναγυρίσω πάλι ή δεσπότης ή πασάς και τότε θα λογαριαστούμε!»
Στην Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, ο οποίος τον κατήχησε και τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία στις 21 Ιουνίου του 1818 με το συνθηματικό όνομα Αρμόδιος. Την ίδια περίοδο έγινε αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε'.
Από τη στιγμή που έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ο Παπαφλέσσας αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στην υπόθεση του εθνικού ξεσηκωμού. Παρορμητικός και ενθουσιώδης, ταξίδεψε γι’ αυτόν το σκοπό στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και άλλοτε με ψέμματα και άλλοτε με αλήθειες κατάφερε να ενθουσιάσει και να παρασύρει πολλούς Έλληνες. Δικαιολογημένα κάποιος βιογράφος του του έδωσε το όνομα «μπουρλοτιέρης των ψυχών». Η τακτική, όμως, που ακολούθησε, θεωρήθηκε από ηγετικά στελέχη της Φιλικής Εταιρείας επικίνδυνη για την αποκάλυψη των σχεδίων της και αποφασίζεται να σταλεί στον Μοριά, όπου οι συνθήκες ήταν ευνοϊκότερες για οργανωτική δράση.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/831
© SanSimera.gr
Το 1820 ο Παπαφλέσσας με εντολή του Υψηλάντη ταξίδεψε στην υποδουλωμένη Ελλάδα, για να ανάψει τη σπίθα της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Οι πρόκριτοι αποφάσισαν, αρχικά, να του απαγορεύσουν την είσοδο με κάθε τρόπο. Ο αρχιμανδρίτης, άριστος γνώστης του παρασκηνίου, είχε λάβει τα μέτρα του και για να πείσει πρόκριτους, λαό και κλήρο να πάρουν μέρος στον Αγώνα, χρησιμοποίησε, μεταξύ άλλων, πολλά τεχνάσματα και πλαστά έγγραφα. Στην καθοριστική συνέλευση της Βοστίτσας στις 26 Ιανουαρίου 1821, ήρθε σε ρήξη με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, ο οποίος χειροδίκησε εναντίον του και τον αποκάλεσε εξωλέστατο....
Μετά την απόβαση στην Πελοπόννησο του Ιμπραήμ πασά, θετού γιού του Μωχάμετ Άλι, το Φεβρουάριο του 1825, η επανάσταση κινδύνεψε άμεσα καθώς ο τουρκο-αιγυπτιακός στρατός συνέτριβε τα πάντα στο πέρασμά του. Ο «μπουρλοτιέρης των ψυχών» βλέποντας την αδυναμία των Ελλήνων να σταματήσουν τον Ιμπραήμ, πίεζε φορτικά στα υπουργικά συμβούλια για την απελευθέρωση του Κολοκοτρώνη για την αντιμετώπιση του. Όμως, δεν θεώρησε αρκετή τη συνηγορία υπέρ της αμνηστίας και θέλησε να πετύχει και ο ίδιος νίκη κατά του Ιμπραήμ, προτού αποφυλακιστεί ο Κολοκοτρώνης. Στις 16 Μαϊου 1825, ο Παπαφλέσσας έφθασε στο Μανιάκι της Μεσσηνίας, όπου στρατοπέδευσε. Δύο ημέρες αργότερα, πληροφορήθηκε ότι ο εχθρός είχε αρχίσει την πορεία του προς το ελληνικό στρατόπεδο. Στις 20 Μαΐου ο Αιγύπτιος αρχηγός, επικεφαλής 6.000 ανδρών, εμφανίστηκε μπροστά από τις ημιτελείς ελληνικές οχυρώσεις, όπου ο ανατρεπτικός αρχιμανδρίτης έδωσε την τελευταία του μάχη....
http://www.mixanitouxronou.gr/papaflessas-o-anatreptikos-archimandritis-ke-i-thisia-sto-maniaki-nea-ekpompi-apo-ti-michani-tou-chronou-vinteo/
Στις αρχές του 1818 μάλωσε μ’ ένα Τούρκο αγά της περιοχής για κάποια διαφιλονικούμενα κτήματα και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη. Λίγο προτού εγκαταλείψει την Πελοπόννησο κι ενώ καταδιώκετο από Τούρκους οπλοφόρους, φέρεται να τους είπε: «Άιντε ρε και πού θα μου πάτε! Θα ξαναγυρίσω πάλι ή δεσπότης ή πασάς και τότε θα λογαριαστούμε!»
Στην Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, ο οποίος τον κατήχησε και τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία στις 21 Ιουνίου του 1818 με το συνθηματικό όνομα Αρμόδιος. Την ίδια περίοδο έγινε αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε'.
Από τη στιγμή που έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ο Παπαφλέσσας αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στην υπόθεση του εθνικού ξεσηκωμού. Παρορμητικός και ενθουσιώδης, ταξίδεψε γι’ αυτόν το σκοπό στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και άλλοτε με ψέμματα και άλλοτε με αλήθειες κατάφερε να ενθουσιάσει και να παρασύρει πολλούς Έλληνες. Δικαιολογημένα κάποιος βιογράφος του του έδωσε το όνομα «μπουρλοτιέρης των ψυχών». Η τακτική, όμως, που ακολούθησε, θεωρήθηκε από ηγετικά στελέχη της Φιλικής Εταιρείας επικίνδυνη για την αποκάλυψη των σχεδίων της και αποφασίζεται να σταλεί στον Μοριά, όπου οι συνθήκες ήταν ευνοϊκότερες για οργανωτική δράση.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/831
© SanSimera.gr
Το 1820 ο Παπαφλέσσας με εντολή του Υψηλάντη ταξίδεψε στην υποδουλωμένη Ελλάδα, για να ανάψει τη σπίθα της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Οι πρόκριτοι αποφάσισαν, αρχικά, να του απαγορεύσουν την είσοδο με κάθε τρόπο. Ο αρχιμανδρίτης, άριστος γνώστης του παρασκηνίου, είχε λάβει τα μέτρα του και για να πείσει πρόκριτους, λαό και κλήρο να πάρουν μέρος στον Αγώνα, χρησιμοποίησε, μεταξύ άλλων, πολλά τεχνάσματα και πλαστά έγγραφα. Στην καθοριστική συνέλευση της Βοστίτσας στις 26 Ιανουαρίου 1821, ήρθε σε ρήξη με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, ο οποίος χειροδίκησε εναντίον του και τον αποκάλεσε εξωλέστατο....
Μετά την απόβαση στην Πελοπόννησο του Ιμπραήμ πασά, θετού γιού του Μωχάμετ Άλι, το Φεβρουάριο του 1825, η επανάσταση κινδύνεψε άμεσα καθώς ο τουρκο-αιγυπτιακός στρατός συνέτριβε τα πάντα στο πέρασμά του. Ο «μπουρλοτιέρης των ψυχών» βλέποντας την αδυναμία των Ελλήνων να σταματήσουν τον Ιμπραήμ, πίεζε φορτικά στα υπουργικά συμβούλια για την απελευθέρωση του Κολοκοτρώνη για την αντιμετώπιση του. Όμως, δεν θεώρησε αρκετή τη συνηγορία υπέρ της αμνηστίας και θέλησε να πετύχει και ο ίδιος νίκη κατά του Ιμπραήμ, προτού αποφυλακιστεί ο Κολοκοτρώνης. Στις 16 Μαϊου 1825, ο Παπαφλέσσας έφθασε στο Μανιάκι της Μεσσηνίας, όπου στρατοπέδευσε. Δύο ημέρες αργότερα, πληροφορήθηκε ότι ο εχθρός είχε αρχίσει την πορεία του προς το ελληνικό στρατόπεδο. Στις 20 Μαΐου ο Αιγύπτιος αρχηγός, επικεφαλής 6.000 ανδρών, εμφανίστηκε μπροστά από τις ημιτελείς ελληνικές οχυρώσεις, όπου ο ανατρεπτικός αρχιμανδρίτης έδωσε την τελευταία του μάχη....
http://www.mixanitouxronou.gr/papaflessas-o-anatreptikos-archimandritis-ke-i-thisia-sto-maniaki-nea-ekpompi-apo-ti-michani-tou-chronou-vinteo/
Η μάχη στους Μύλους
Η εισβολή του Ιμπραήμ το 1825 έθεσε σε κίνδυνο την ελληνική Επανάσταση και επέβαλε τον τρόμο με τις πολυάριθμες στρατιές του στο Μοριά.
Οι ήττες ήταν πολυάριθμες και, ουσιαστικά, η πρώτη επιτυχία σημειώθηκε στους Μύλους Αργολίδος, σε απόσταση αναπνοής από το «κέντρο» της Επανάστασης και μετέπειτα πρωτεύουσας της Ελλάδας, το Ναύπλιο.
Στις 11 Ιουνίου ο Μακρυγιάννης με 150 άνδρες είχε φτάσει στους Μύλους, ερχόμενος από αποτυχημένες περιπέτειες στην Μεσηνία και Αρκαδία. Το πρωί της 12ης Ιουνίου εμφανίστηκε ο Αιγυπτιακός στρατός στην Αργολική πεδιάδα. Στο Ναύπλιο είχαν συγκεντρωθεί περίπου 20.000 γυναικόπαιδα, ασθενείς και άμαχος πληθυσμός. Υπήρχε και ελάχιστος στρατός. Ο Ιμπραήμ δεν είχε σκοπό να επιτεθεί, αλλά μόνο να βολιδοσκοπήσει την κατάσταση. Οι Έλληνες μην γνωρίζοντας τις προθέσεις του βιάστηκαν να συγκεντρώσουν μεγάλο μέρος του ελληνικού στρατού στους Μύλους, κατά των οποίων κινήθηκε ισχυρή φάλαγγα από πεζούς και ιππείς. Έφτασε ο Χατζημιχάλης με το σώμα του, ο Δημήτριος Υψηλάντης μαζί 15 Φιλέλληνες του Ναυπλίου, μερικούς Έλληνες αγωνιστές, και με έναν λόχο ευζώνων οι οποίοι δεν είχαν αρχηγό και ο Κ.Μαυρομιχάλης με λίγους. Την ίδια μέρα έφτασε ο Χατζηγιώργης και ο Χατζηστεφάνης. Η δύναμη των Ελλήνων δεν ξεπερνούσε τους 480 άνδρες.Στην ακτή τοποθετήθηκαν και τρία μικρά πολεμικά βρίκια με πυροβόλα. Παρευρέθηκαν δε και οι δύο μοίραρχοι του Αγγλικού και του Γαλλικού στόλου, Άμιλτον (Gawen William Hamilton, 1748 - 1838) και υποναύαρχος Δεριγνύ (ιππότης De Rigny), οι οποίοι αγκυροβόλησαν μπροστά στο Ναύπλιο και τους Μύλους αντίστοιχα.
Ο Ιμπραήμ έφτασε στους Μύλους την αυγή της 13ης. Οι προφυλακές των Αιγυπτίων προχώρησαν αθέατες ως τις γραμμές των Ελλήνων διότι οι φρουροί είχαν πάει να κοιμηθούν. Τότε τους έσωσε ο Μακρυγιάννης που είδε δύο φορές στον ύπνο του έναν άνθρωπο που τον πρόσταζε να σηκωθεί και με λίγους συντρόφους απέκρουσε τους εχθρούς. Την ίδια στιγμή αποβιβάστηκαν κάμποσοι Κρητικοί. Οι Αιγύπτιοι ξαναεπιτέθηκαν το μεσημέρι. Τρεις επιθέσεις του εχθρικού πεζικού και μία του ιππικού αποκρούστηκαν γενναία. Τότε το εχθρικό πυροβολικό γκρέμισε με εύστοχες βολές το πρόχειρο οχύρωμα του Μακρυγιάννη, και ένας λόχος Αιγυπτίων επιτέθηκε ορμητικά υπερπηδώντας τα ερείπια. Η αντεπίθεση του Μακρυγιάννη ήταν ηρωική. Μαζί με πέντε φιλέλληνες και δέκα εκλεκτούς Έλληνες όρμησαν με το σπαθί τους μόνο και κατέσφαξαν τους πρώτους εισβολείς, ενώ έτρεψαν τους υπόλοιπους σε φυγή. Οι Αιγύπτιοι μετά τις αποτυχημένες απόπειρες έπαψαν τις επιθέσεις, και επειδή είχε αρχίσει να βραδιάζει, υποχώρησαν και έφυγαν για το Άργος. Στο πεδίο της μάχης εγκατέλειψαν περίπου 50 νεκρούς και αποκόμησαν άλλους τόσους τραυματίες.
Χαρακτηριστικός είναι και ο διαλόγος του Μακρυγιάννη με τον υποναύαρχο Δεριγνύ λίγο πριν τη Μάχη, όπως τον περιγράφει ο ίδιος:
«Ἐκεῖ ὀποὔφκιανα τίς θέσες εἰς τούς Μύλους, ἦρθε ὁ Ντερνύς νά μέ ἰδῆ. Μοῦ λέγει: «Τί κάνεις αὐτοῦ; Αὐτές οἱ θέσες εἶναι ἀδύνατες· τί πόλεμο θά κάνετε μέ τόν Μπραΐμη αὐτοῦ;». Τοῦ λέγω: «Εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσες καί ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατός ὁ Θεός ὁποῦ μᾶς προστατεύει· καί θά δείξωμεν τήν τύχη μας σ’ αὐτές τίς θέσες τίς ἀδύνατες· κι’ ἄν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς τό πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ ἕναν τρόπον, ὅτι ἡ τύχη μᾶς ἔχει τούς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχή καί τέλος, παλαιόθεν καί ὥς τώρα, ὅλα τά θερία πολεμοῦν νά μᾶς φᾶνε καί δέν μποροῦνε· τρῶνε ἀπό μᾶς καί μένει καί μαγιά. Καί οἱ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νά πεθάνουν· καί ὅταν κάνουν αὐτείνη τήν ἀπόφασιν, λίγες φορές χάνουν καί πολλές κερδαίνουν. Ἡ θέση ὁποῦ εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη· καί θά ἰδοῦμεν τήν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μέ τούς δυνατούς». –«Τρέ μπιέν», λέγει κι’ ἀναχώρησε ὁ ναύαρχος".
Πηγή:https://www.alfavita.gr/koinonia/250148_i-thryliki-mahi-ton-mylon-petontas-pano-apo-pedio-200-hronia-meta-ton-makrygianni
11. Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο - ο Παπαφλέσσας
More presentations from Angelos Haralabous
Επανάληψη Κεφαλαίου
12. H δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου -
ο Διονύσιος Σολωμός
Η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου - Ο Διονύσιος Σολωμός_
More presentations from Apostolos Angelopoulos
Η άγνωστη μάχη πριν από την έξοδο του Μεσολογγίου στο νησάκι Κλείσοβα. 130 άνδρες εξολόθρευσαν περίπου 3.000 Τουρκοαιγύπτιους του Ιμπραήμ!...
Το Μεσολόγγι τον Απρίλιο του 1826, σχεδόν ένα χρόνο μετά την έναρξη της τρίτης πολιορκίας από τον Κιουταχή, άντεχε ακόμη. Ο εκνευρισμός του σουλτάνου για την αδυναμία του πολυάριθμου στρατού του Κιουταχή να εκπορθήσει την πόλη τον οδήγησε στην απόφαση να στείλει τον Δεκέμβριο του 1825 και τον Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου, για να κυριεύσει τους ανυπότακτους Έλληνες. Η αλαζονεία του πασά όμως ισοπεδώθηκε στα τείχη του Μεσολογγίου που, όταν τα αντίκρισε πρώτη φορά, είπε περιφρονητικά στον Κιουταχή: “αυτόν τον φράχτη δεν μπορείς να ρίξεις;”. Τρεις μήνες μετά τη σύμπραξη Ιμπραήμ και Κιουταχή, οι Μεσολογγίτες έφεραν σε αδιέξοδο το εκστρατευτικό σώμα των Οθωμανών, οι οποίοι αποφάσισαν να καταστρώσουν άλλο σχέδιο. Συμφώνησαν ότι θα έπρεπε να αποκλείσουν την πόλη τόσο από τη στεριά όσο και από τη θάλασσα. Εμπόδιο όμως στα σχέδιά τους στέκονταν τα οχυρωμένα νησάκια που προστάτευαν το Μεσολόγγι και εξασφάλιζαν τον στοιχειώδη ανεφοδιασμό του. Το πιο κοντινό, σε απόσταση μικρότερη των δύο χιλιομέτρων, ήταν η Κλείσοβα, άγρυπνος φρουρός στην είσοδο της λιμνοθάλασσας. Η νησίδα είχε περίμετρο περί τα 300 βήματα και περιβαλλόταν από πρόχωμα ύψους περίπου δύο μέτρων, για να μην μπαίνει η θάλασσα και την πλημμυρίζει. Την εκπόρθηση του οχυρού ανέλαβε προσωπικά ο Κιουταχής, με δύναμη 3.000 ανδρών. Η μάχη που έγινε την 25η Μαρτίου 1826 είναι παραγνωρισμένη διότι παρά τη νίκη δεν μπόρεσε να αλλάξει την τύχη του Μεσολογγίου. Κι όμως, από τους ειδικούς θεωρείται μία από τις θρυλικές μάχες της παγκόσμιας ιστορίας.... Η φρουρά του νησιού αποτελούνταν από 131 άνδρες, κυρίως Μεσολογγίτες, αλλά και ψαράδες της ευρύτερης περιοχής.
Η συντριβή του Κιουταχή
Η επίθεση του Κιουταχή έγινε αιφνιδιαστικά με το πρώτο φως της ημέρας. Κίτσος Τζαβέλας Στα παραπλανητικά πυρά προς την πόλη απάντησαν τα παραλιακά κανονιοστάσια του Μεσολογγίου. Ο στόλος των Τούρκων όμως άλλαξε ξαφνικά κατεύθυνση και στράφηκε με ορμή κατά της Κλείσοβας, με σφοδρό και συνεχή βομβαρδισμό. Τότε ο σουλιώτης οπλαρχηγός Κίτσος Τζαβέλας έκανε μια παράτολμη καταδρομική επιχείρηση: έφυγε από το Μεσολόγγι με οκτώ άνδρες, πέρασε μέσα από τον εχθρικό στόλο και με τα πλοιάριά του έφτασε στο νησί για να μοιραστεί τον σχεδόν σίγουρα θάνατο με τους υπερασπιστές του. Ήταν αποφασισμένος για όλα και το απέδειξε με κάθε τρόπο τις ώρες που ακολούθησαν. Ο Κιουταχής επιχείρησε ανεπιτυχώς έξι επιθέσεις, τη μία μετά την άλλη. Οι Τούρκοι όμως έπεφταν πάνω στα εύστοχα και καταιγιστικά πυρά των Ελλήνων που είχαν οχυρωθεί στη στέγη της εκκλησίας. Το τέχνασμα με τους πασσάλους είχε πιάσει, καθώς εμπόδιζαν τις αποβατικές λέμβους και οι εισβολείς για να φτάσουν σε θέση βολής, αναγκάζονταν να προχωρήσουν με τα πόδια μέσα στα ρηχά νερά. Στην τελευταία έφοδο επικεφαλής τέθηκε ο ίδιος ο Κιουταχή, για να εμψυχώσει τους άνδρες του, αλλά χτυπήθηκε στην κνήμη και τραυματισμένος αποσύρθηκε από τη μάχη. Η αποχώρηση του τούρκου αρχιστράτηγου προκάλεσε πανικό στον στρατό του κι έτσι άρχισε η άτακτη φυγή. Σύμφωνα με υπολογισμούς, σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν περισσότεροι από 1.500 Τούρκοι.
Η ήττα του Ιμπραήμ
Οι τρομακτικές απώλειες και η αποτυχία του Κιουταχή να καταλάβει μια νησίδα που υπερασπίζονταν ελάχιστοι μαχητές έκαναν έξαλλο τον Ιμπραήμ, ο οποίος αποφάσισε να σβήσει από τον χάρτη την κουκίδα με το όνομα Κλείσοβα. Διέθεσε τρία τάγματα, αποτελούμενα από 3.000 άνδρες, με επικεφαλής τον γαμπρό του, Χουσεϊν μπέη. Τα αιγυπτιακά πλοιάρια κύκλωσαν το νησί και λογχοφόροι στρατιώτες εφόρμησαν κατά του μοναδικού οχυρώματος της Αγίας Τριάδας. Ο Κίτσος Τζαβέλας όμως είχε σχεδιάσει να χτυπήσει όταν ο εχθρός θα αισθανόταν πολύ σίγουρος ότι είχε φτάσει κοντά. “Καμία βολή χαμένη” ήταν η εντολή του. Όταν διέταξε “πυρ ομαδόν”, η πρώτη αιγυπτιακή γραμμή σωριάστηκε. Το θέαμα ήταν τόσο σοκαριστικό που οι επιτιθέμενοι σάστισαν. Ακολούθησαν νέα πυρά και η διάλυση του μετώπου των Τουρκοαιγυπτίων. Ο Χουσεϊν έκανε πέντε αλλεπάλληλες εφόδους χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Οι βολές των Ελλήνων ήταν τόσο εύστοχες, που οι μαχητές είχαν αναθαρρήσει. Έτσι εξόντωναν όλους όσους προσέγγιζαν. Όταν η θάλασσα γέμισε πτώματα, ο Χουσεΐν σηκώθηκε όρθιος στη βάρκα του για να εμψυχώσει τους στρατιώτες του. Δεν πρόλαβε όμως να δώσει νέες εντολές, γιατί ο Σωτηρόπουλος τον εντόπισε πιθανότατα από την χρυποίκιλτη στολή του, τον πυροβόλησε και τον έριξε νεκρό. Ο θάνατος του γαμπρού του Ιμπραήμ εξαφάνισε κάθε ίχνος πειθαρχίας που είχε απομείνει στους άντρες του. Ακολούθησε ηρωική έφοδος της ελληνικής φρουράς με επικεφαλής τον Τζαβέλα, που καταδίωξε τους αντιπάλους μέσα στη λιμνοθάλασσα και τους εξόντωσε μαζικά. Η εικόνα της υποχώρησης του τουρκοαιγυπτιακού στρατού κινητοποίησε και άλλες δυνάμεις Μεσολογγιτών από τη στεριά, που κατάφεραν να μπουν στη μάχη και να κυνηγήσουν τον εχθρό μέχρι τέλους. Έτσι βγήκε ο θρύλος ότι “τις νύχτες βογκά το αίμα των Αιγυπτίων” στην Κλείσοβα. Εκείνο το βράδυ χάθηκαν χιλιάδες στρατιώτες του Ιμπραήμ. Ο τελικός απολογισμός της πολιορκίας της Κλείσοβας ήταν δραματικός για τους Τούρκους. Άλλοι υπολογίζουν τις απώλειες τους σε 2.500 και άλλοι σε 3.500. Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί του μεγέθους της μάχης. 131 Έλληνες μαχητές υπερασπίστηκαν επιτυχώς μια νησίδα 300 μέτρων απέναντι σε δύο στρατούς συνολικής δύναμης 6.000 ανδρών. Απέκρουσαν έντεκα αλλεπάλληλες επιθέσεις και έγραψαν ιστορία. Η μεγαλειώδης νίκη όμως έμεινε ανεκμετάλλευτη και γρήγορα ξεχάστηκε υπό το βάρος της αιματοβαμμένης Εξόδου και της πτώσης του Μεσολογγίου που ακολούθησε. Όπως ειπώθηκε αργότερα, εάν οι πολιορκημένοι αποφάσιζαν εκείνο το βράδυ να κάνουν την Έξοδο, “όλοι “θα εσώζοντο και κανείς δεν θα έπιπτε”....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/i-agnosti-machi-prin-tin-exodo-tou-mesolongiou-sto-nisaki-klisova-130-andres-exolothrefsan-peripou-3000-tourkoegiptious-tou-impraim/
Το Μεσολόγγι τον Απρίλιο του 1826, σχεδόν ένα χρόνο μετά την έναρξη της τρίτης πολιορκίας από τον Κιουταχή, άντεχε ακόμη. Ο εκνευρισμός του σουλτάνου για την αδυναμία του πολυάριθμου στρατού του Κιουταχή να εκπορθήσει την πόλη τον οδήγησε στην απόφαση να στείλει τον Δεκέμβριο του 1825 και τον Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου, για να κυριεύσει τους ανυπότακτους Έλληνες. Η αλαζονεία του πασά όμως ισοπεδώθηκε στα τείχη του Μεσολογγίου που, όταν τα αντίκρισε πρώτη φορά, είπε περιφρονητικά στον Κιουταχή: “αυτόν τον φράχτη δεν μπορείς να ρίξεις;”. Τρεις μήνες μετά τη σύμπραξη Ιμπραήμ και Κιουταχή, οι Μεσολογγίτες έφεραν σε αδιέξοδο το εκστρατευτικό σώμα των Οθωμανών, οι οποίοι αποφάσισαν να καταστρώσουν άλλο σχέδιο. Συμφώνησαν ότι θα έπρεπε να αποκλείσουν την πόλη τόσο από τη στεριά όσο και από τη θάλασσα. Εμπόδιο όμως στα σχέδιά τους στέκονταν τα οχυρωμένα νησάκια που προστάτευαν το Μεσολόγγι και εξασφάλιζαν τον στοιχειώδη ανεφοδιασμό του. Το πιο κοντινό, σε απόσταση μικρότερη των δύο χιλιομέτρων, ήταν η Κλείσοβα, άγρυπνος φρουρός στην είσοδο της λιμνοθάλασσας. Η νησίδα είχε περίμετρο περί τα 300 βήματα και περιβαλλόταν από πρόχωμα ύψους περίπου δύο μέτρων, για να μην μπαίνει η θάλασσα και την πλημμυρίζει. Την εκπόρθηση του οχυρού ανέλαβε προσωπικά ο Κιουταχής, με δύναμη 3.000 ανδρών. Η μάχη που έγινε την 25η Μαρτίου 1826 είναι παραγνωρισμένη διότι παρά τη νίκη δεν μπόρεσε να αλλάξει την τύχη του Μεσολογγίου. Κι όμως, από τους ειδικούς θεωρείται μία από τις θρυλικές μάχες της παγκόσμιας ιστορίας.... Η φρουρά του νησιού αποτελούνταν από 131 άνδρες, κυρίως Μεσολογγίτες, αλλά και ψαράδες της ευρύτερης περιοχής.
Η συντριβή του Κιουταχή
Η επίθεση του Κιουταχή έγινε αιφνιδιαστικά με το πρώτο φως της ημέρας. Κίτσος Τζαβέλας Στα παραπλανητικά πυρά προς την πόλη απάντησαν τα παραλιακά κανονιοστάσια του Μεσολογγίου. Ο στόλος των Τούρκων όμως άλλαξε ξαφνικά κατεύθυνση και στράφηκε με ορμή κατά της Κλείσοβας, με σφοδρό και συνεχή βομβαρδισμό. Τότε ο σουλιώτης οπλαρχηγός Κίτσος Τζαβέλας έκανε μια παράτολμη καταδρομική επιχείρηση: έφυγε από το Μεσολόγγι με οκτώ άνδρες, πέρασε μέσα από τον εχθρικό στόλο και με τα πλοιάριά του έφτασε στο νησί για να μοιραστεί τον σχεδόν σίγουρα θάνατο με τους υπερασπιστές του. Ήταν αποφασισμένος για όλα και το απέδειξε με κάθε τρόπο τις ώρες που ακολούθησαν. Ο Κιουταχής επιχείρησε ανεπιτυχώς έξι επιθέσεις, τη μία μετά την άλλη. Οι Τούρκοι όμως έπεφταν πάνω στα εύστοχα και καταιγιστικά πυρά των Ελλήνων που είχαν οχυρωθεί στη στέγη της εκκλησίας. Το τέχνασμα με τους πασσάλους είχε πιάσει, καθώς εμπόδιζαν τις αποβατικές λέμβους και οι εισβολείς για να φτάσουν σε θέση βολής, αναγκάζονταν να προχωρήσουν με τα πόδια μέσα στα ρηχά νερά. Στην τελευταία έφοδο επικεφαλής τέθηκε ο ίδιος ο Κιουταχή, για να εμψυχώσει τους άνδρες του, αλλά χτυπήθηκε στην κνήμη και τραυματισμένος αποσύρθηκε από τη μάχη. Η αποχώρηση του τούρκου αρχιστράτηγου προκάλεσε πανικό στον στρατό του κι έτσι άρχισε η άτακτη φυγή. Σύμφωνα με υπολογισμούς, σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν περισσότεροι από 1.500 Τούρκοι.
Η ήττα του Ιμπραήμ
Οι τρομακτικές απώλειες και η αποτυχία του Κιουταχή να καταλάβει μια νησίδα που υπερασπίζονταν ελάχιστοι μαχητές έκαναν έξαλλο τον Ιμπραήμ, ο οποίος αποφάσισε να σβήσει από τον χάρτη την κουκίδα με το όνομα Κλείσοβα. Διέθεσε τρία τάγματα, αποτελούμενα από 3.000 άνδρες, με επικεφαλής τον γαμπρό του, Χουσεϊν μπέη. Τα αιγυπτιακά πλοιάρια κύκλωσαν το νησί και λογχοφόροι στρατιώτες εφόρμησαν κατά του μοναδικού οχυρώματος της Αγίας Τριάδας. Ο Κίτσος Τζαβέλας όμως είχε σχεδιάσει να χτυπήσει όταν ο εχθρός θα αισθανόταν πολύ σίγουρος ότι είχε φτάσει κοντά. “Καμία βολή χαμένη” ήταν η εντολή του. Όταν διέταξε “πυρ ομαδόν”, η πρώτη αιγυπτιακή γραμμή σωριάστηκε. Το θέαμα ήταν τόσο σοκαριστικό που οι επιτιθέμενοι σάστισαν. Ακολούθησαν νέα πυρά και η διάλυση του μετώπου των Τουρκοαιγυπτίων. Ο Χουσεϊν έκανε πέντε αλλεπάλληλες εφόδους χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Οι βολές των Ελλήνων ήταν τόσο εύστοχες, που οι μαχητές είχαν αναθαρρήσει. Έτσι εξόντωναν όλους όσους προσέγγιζαν. Όταν η θάλασσα γέμισε πτώματα, ο Χουσεΐν σηκώθηκε όρθιος στη βάρκα του για να εμψυχώσει τους στρατιώτες του. Δεν πρόλαβε όμως να δώσει νέες εντολές, γιατί ο Σωτηρόπουλος τον εντόπισε πιθανότατα από την χρυποίκιλτη στολή του, τον πυροβόλησε και τον έριξε νεκρό. Ο θάνατος του γαμπρού του Ιμπραήμ εξαφάνισε κάθε ίχνος πειθαρχίας που είχε απομείνει στους άντρες του. Ακολούθησε ηρωική έφοδος της ελληνικής φρουράς με επικεφαλής τον Τζαβέλα, που καταδίωξε τους αντιπάλους μέσα στη λιμνοθάλασσα και τους εξόντωσε μαζικά. Η εικόνα της υποχώρησης του τουρκοαιγυπτιακού στρατού κινητοποίησε και άλλες δυνάμεις Μεσολογγιτών από τη στεριά, που κατάφεραν να μπουν στη μάχη και να κυνηγήσουν τον εχθρό μέχρι τέλους. Έτσι βγήκε ο θρύλος ότι “τις νύχτες βογκά το αίμα των Αιγυπτίων” στην Κλείσοβα. Εκείνο το βράδυ χάθηκαν χιλιάδες στρατιώτες του Ιμπραήμ. Ο τελικός απολογισμός της πολιορκίας της Κλείσοβας ήταν δραματικός για τους Τούρκους. Άλλοι υπολογίζουν τις απώλειες τους σε 2.500 και άλλοι σε 3.500. Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί του μεγέθους της μάχης. 131 Έλληνες μαχητές υπερασπίστηκαν επιτυχώς μια νησίδα 300 μέτρων απέναντι σε δύο στρατούς συνολικής δύναμης 6.000 ανδρών. Απέκρουσαν έντεκα αλλεπάλληλες επιθέσεις και έγραψαν ιστορία. Η μεγαλειώδης νίκη όμως έμεινε ανεκμετάλλευτη και γρήγορα ξεχάστηκε υπό το βάρος της αιματοβαμμένης Εξόδου και της πτώσης του Μεσολογγίου που ακολούθησε. Όπως ειπώθηκε αργότερα, εάν οι πολιορκημένοι αποφάσιζαν εκείνο το βράδυ να κάνουν την Έξοδο, “όλοι “θα εσώζοντο και κανείς δεν θα έπιπτε”....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/i-agnosti-machi-prin-tin-exodo-tou-mesolongiou-sto-nisaki-klisova-130-andres-exolothrefsan-peripou-3000-tourkoegiptious-tou-impraim/
Ο Έλληνας που θυσίασε γυναίκα, παιδιά και γονείς για να σώσει το Μεσολόγγι τα Χριστούγεννα του 1822...
Δέκα χιλιάδες Τούρκοι, με επικεφαλής τους Ομέρ Βρυώνη και Κιουταχή, πολιορκούν το Μεσολόγγι. Οι δυνάμεις των πολιορκημένων δεν ξεπερνούσαν του 900 άντρες. Η πολιορκία είχε κρατήσει ήδη δύο μήνες και οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να κουράζονται. Οι ασθένειες θέριζαν το στρατόπεδο, οι μισθοί καθυστερούσαν, γίνονταν συνεχώς επιθέσεις από ομάδες κλεφτών και είχαν αρχίσει κι οι συνηθισμένες διαφωνίες μεταξύ Τούρκων και Αλβανών αξιωματικών. Τότε, ο Ομέρ Βρυώνης κι ο Κιουταχής αποφασίζουν να κάνουν μία νυχτερινή επίθεση. Για εκείνη την εποχή, οι βραδινές επιχειρήσεις δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Δεν υπήρχαν φωτοβολίδες και προβολείς και ήταν τρομερά δύσκολο να συντονιστούν τα τμήματα. Αλλά ήταν τέτοια η ανάγκη των Τούρκων να σημειώσουν κάποια πρόοδο με την πολιορκία, που ήταν διατεθειμένοι να τολμήσουν ακόμα και αυτό. Σχεδίασαν, μάλιστα, να επιτεθούν παραμονή Χριστουγέννων, όταν όλοι οι Έλληνες θα βρίσκονταν στην εκκλησία.
Η θυσία του Γιάννη Γούναρη
Ίσως το Μεσολόγγι να είχε πέσει από την πρώτη πολιορκία, αν οι υπερασπιστές δεν είχαν πληροφορηθεί τα σχέδια των Τούρκων στρατηγών. Ο σωτήρας των Μεσολογγιτών ήταν ο Γιάννης Γούναρης. Ήταν κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη και ακολουθούσε υποχρεωτικά τον τουρκικό στρατό, γιατί κρατούσαν ομήρους όλη του την οικογένεια στην Άρτα. Ο Γούναρης γνώριζε για τη νυχτερινή επίθεση, αλλά αν τολμούσε να προειδοποιήσει τους Μεσολογγίτες, θα καταδίκαζε σε θάνατο τη γυναίκα και τα παιδιά του. Δεν δίστασε ούτε στιγμή. Ξέφυγε απ’ το τουρκικό στρατόπεδο, λέγοντας πως πήγαινε για κυνήγι και ενημέρωσε τους πολιορκημένους. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο επικεφαλής των Μεσολογγιτών, προέβλεψε σωστά ότι οι Τούρκοι θα έκαναν επίθεση από την ανατολική πλευρά του τείχους, που ήταν πιο αδύναμη. Ενίσχυσαν, λοιπόν, εκείνο το τμήμα και ετοιμάστηκαν για τη μάχη. Είχαν πει σε όσους δεν πολεμούσαν να πάνε στις εκκλησίες και να κάνουν φασαρία, για να νομίσουν οι Τούρκοι ότι ο κόσμος γιορτάζει. Έτσι κι έγινε. Οχτακόσιοι Τουρκαλβανοί επιτέθηκαν στην ανατολική πλευρά του Μεσολογγίου και βρήκαν σθεναρή αντίσταση. Οι απώλειες των Μεσολογγιτών ήταν ελάχιστες, οι απώλειες των Τούρκων ξεπερνούσαν τις 500. Δυστυχώς, ο πληροφοριοδότης που έσωσε το Μεσολόγγι, ο ηρωικός Γιάννης Γούναρης, δεν σώθηκε. Οι Τούρκοι εκτέλεσαν τους γονείς, τη γυναίκα, τα παιδιά του και αρκετούς συγγενείς του. Αυτή τη μάχη μνημόνευσε κι ο Διονύσιος Σολωμός στον Εθνικό Ύμνο, γράφοντας:
«Πήγες εις το Μεσολόγγι την ημέρα του Χριστού, μέρα που άνθισαν οι λόγγοι για το τέκνο του Θεού»...
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/christougenna-1822-sto-mesolongi/
Δέκα χιλιάδες Τούρκοι, με επικεφαλής τους Ομέρ Βρυώνη και Κιουταχή, πολιορκούν το Μεσολόγγι. Οι δυνάμεις των πολιορκημένων δεν ξεπερνούσαν του 900 άντρες. Η πολιορκία είχε κρατήσει ήδη δύο μήνες και οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να κουράζονται. Οι ασθένειες θέριζαν το στρατόπεδο, οι μισθοί καθυστερούσαν, γίνονταν συνεχώς επιθέσεις από ομάδες κλεφτών και είχαν αρχίσει κι οι συνηθισμένες διαφωνίες μεταξύ Τούρκων και Αλβανών αξιωματικών. Τότε, ο Ομέρ Βρυώνης κι ο Κιουταχής αποφασίζουν να κάνουν μία νυχτερινή επίθεση. Για εκείνη την εποχή, οι βραδινές επιχειρήσεις δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Δεν υπήρχαν φωτοβολίδες και προβολείς και ήταν τρομερά δύσκολο να συντονιστούν τα τμήματα. Αλλά ήταν τέτοια η ανάγκη των Τούρκων να σημειώσουν κάποια πρόοδο με την πολιορκία, που ήταν διατεθειμένοι να τολμήσουν ακόμα και αυτό. Σχεδίασαν, μάλιστα, να επιτεθούν παραμονή Χριστουγέννων, όταν όλοι οι Έλληνες θα βρίσκονταν στην εκκλησία.
Η θυσία του Γιάννη Γούναρη
Ίσως το Μεσολόγγι να είχε πέσει από την πρώτη πολιορκία, αν οι υπερασπιστές δεν είχαν πληροφορηθεί τα σχέδια των Τούρκων στρατηγών. Ο σωτήρας των Μεσολογγιτών ήταν ο Γιάννης Γούναρης. Ήταν κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη και ακολουθούσε υποχρεωτικά τον τουρκικό στρατό, γιατί κρατούσαν ομήρους όλη του την οικογένεια στην Άρτα. Ο Γούναρης γνώριζε για τη νυχτερινή επίθεση, αλλά αν τολμούσε να προειδοποιήσει τους Μεσολογγίτες, θα καταδίκαζε σε θάνατο τη γυναίκα και τα παιδιά του. Δεν δίστασε ούτε στιγμή. Ξέφυγε απ’ το τουρκικό στρατόπεδο, λέγοντας πως πήγαινε για κυνήγι και ενημέρωσε τους πολιορκημένους. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο επικεφαλής των Μεσολογγιτών, προέβλεψε σωστά ότι οι Τούρκοι θα έκαναν επίθεση από την ανατολική πλευρά του τείχους, που ήταν πιο αδύναμη. Ενίσχυσαν, λοιπόν, εκείνο το τμήμα και ετοιμάστηκαν για τη μάχη. Είχαν πει σε όσους δεν πολεμούσαν να πάνε στις εκκλησίες και να κάνουν φασαρία, για να νομίσουν οι Τούρκοι ότι ο κόσμος γιορτάζει. Έτσι κι έγινε. Οχτακόσιοι Τουρκαλβανοί επιτέθηκαν στην ανατολική πλευρά του Μεσολογγίου και βρήκαν σθεναρή αντίσταση. Οι απώλειες των Μεσολογγιτών ήταν ελάχιστες, οι απώλειες των Τούρκων ξεπερνούσαν τις 500. Δυστυχώς, ο πληροφοριοδότης που έσωσε το Μεσολόγγι, ο ηρωικός Γιάννης Γούναρης, δεν σώθηκε. Οι Τούρκοι εκτέλεσαν τους γονείς, τη γυναίκα, τα παιδιά του και αρκετούς συγγενείς του. Αυτή τη μάχη μνημόνευσε κι ο Διονύσιος Σολωμός στον Εθνικό Ύμνο, γράφοντας:
«Πήγες εις το Μεσολόγγι την ημέρα του Χριστού, μέρα που άνθισαν οι λόγγοι για το τέκνο του Θεού»...
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/christougenna-1822-sto-mesolongi/
Λόρδος Βύρων
Το ποίημα αυτό, που μάλιστα πιθανολογείται να είναι και το τελευταίο του, γράφτηκε το πρωί των γενεθλίων του στις 22 Ιανουαρίου 1824, λίγους μήνες πριν το θάνατό του.
ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΩ ΤΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ ΕΤΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ
Μεσολόγγι, 22 Ιανουαρίου 1824
Ι
Τούτη η καρδιά να πάψει να χτυπά,
Αφού έπαψαν αυτές που είχε, είναι ώρα·
Μα κι αν αγαπημένος δεν μπορώ να είμαι πιά,
Μπορώ ακόμα ν’ αγαπώ και τώρα.
ΙΙ
Οι μέρες μου κιτρινισμένα φύλλα.
Τα άνθη κι οι καρποί τού έρωτα είναι πιά χαμένα·
Η θλίψη, τα έλκη κι η σαπίλα
Απόμειναν για μένα.
ΙΙΙ
Η αρπακτική φωτιά που καίει εντός μου
Σαν ηφαιστειακό νησί είναι ερημική·
Ποτέ πυρσός δεν θα ανάψει από το φως μου,
Αποτεφρωτική πυρά είναι, νεκρική.
IV
Το φόβο, τη ζηλότυπη φροντίδα,
Του έρωτα τη δύναμη…Ποτέ μου δεν θα ξαναμοιραστώ
Τον εξυψωτικό τον πόνο, την ελπίδα…
Μόνο την αλυσίδα θα φορώ.
V
Μα όχι έτσι ― κι όχι εδώ·
Δεν πρέπει την ψυχή μου τέτοιες σκέψεις να την κάνουνε κομμάτια,
Όχι τώρα που η δόξα στέφει το κρεββάτι το στερνό
Και κλείνει του ήρωα τα μάτια.
VI
Βλέπω τη δόξα, τη σημαία, το σπαθί,
Την Ελλάδα, της μάχης τα πεδία!
Πεσμένος πάνω στην ασπίδα πιο πολλή
Ο Σπαρτιάτης δεν είχε ελευθερία.
VII
Ξύπνα ! (Όχι η Ελλάδα – εκείνη ξύπνια είναι)
Ξύπνα πνεύμα μου! Και την αιτία σκέψου
Που πήρε το αίμα σου το δρόμο που οδηγεί στη λίμνη των πατέρων, κρίνε·
Και πίσω, προς το σπίτι στρέψου !
ΙΙΧ
Ξεπέρνα τα τονωτικά ετούτα πάθη τα παράφορα,
Ήρθε η ανάξια ηλικία, είσαι μεγάλος·
Κατσούφιασμα, χαμόγελο θα ‘πρεπε να ‘ναι αδιάφορα
Για σένα όταν έρχονται από το κάλλος.
ΙΧ
Αν νοσταλγείς τα νιάτα σου γιατί να ζήσεις;
Του τιμημένου του θανάτου η γη
Εδώ είναι ― προχώρα στο πεδίο για ν’ αφήσεις
Την ύστατη πνοή.
Χ
Ψάξε ― λίγοι τον αναζήτησαν, πολλοί τον έχουν βρει ―
Έναν τάφο στρατιώτη, είν’ το καλύτερο για σένα· ετοιμάσου,
Κοίταξε γύρω, τον τόπο τον δικό σου διάλεξε με προσοχή
Και ύστερα, για πάντα ξεκουράσου.
ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΩ ΤΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ ΕΤΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ
Μεσολόγγι, 22 Ιανουαρίου 1824
Ι
Τούτη η καρδιά να πάψει να χτυπά,
Αφού έπαψαν αυτές που είχε, είναι ώρα·
Μα κι αν αγαπημένος δεν μπορώ να είμαι πιά,
Μπορώ ακόμα ν’ αγαπώ και τώρα.
ΙΙ
Οι μέρες μου κιτρινισμένα φύλλα.
Τα άνθη κι οι καρποί τού έρωτα είναι πιά χαμένα·
Η θλίψη, τα έλκη κι η σαπίλα
Απόμειναν για μένα.
ΙΙΙ
Η αρπακτική φωτιά που καίει εντός μου
Σαν ηφαιστειακό νησί είναι ερημική·
Ποτέ πυρσός δεν θα ανάψει από το φως μου,
Αποτεφρωτική πυρά είναι, νεκρική.
IV
Το φόβο, τη ζηλότυπη φροντίδα,
Του έρωτα τη δύναμη…Ποτέ μου δεν θα ξαναμοιραστώ
Τον εξυψωτικό τον πόνο, την ελπίδα…
Μόνο την αλυσίδα θα φορώ.
V
Μα όχι έτσι ― κι όχι εδώ·
Δεν πρέπει την ψυχή μου τέτοιες σκέψεις να την κάνουνε κομμάτια,
Όχι τώρα που η δόξα στέφει το κρεββάτι το στερνό
Και κλείνει του ήρωα τα μάτια.
VI
Βλέπω τη δόξα, τη σημαία, το σπαθί,
Την Ελλάδα, της μάχης τα πεδία!
Πεσμένος πάνω στην ασπίδα πιο πολλή
Ο Σπαρτιάτης δεν είχε ελευθερία.
VII
Ξύπνα ! (Όχι η Ελλάδα – εκείνη ξύπνια είναι)
Ξύπνα πνεύμα μου! Και την αιτία σκέψου
Που πήρε το αίμα σου το δρόμο που οδηγεί στη λίμνη των πατέρων, κρίνε·
Και πίσω, προς το σπίτι στρέψου !
ΙΙΧ
Ξεπέρνα τα τονωτικά ετούτα πάθη τα παράφορα,
Ήρθε η ανάξια ηλικία, είσαι μεγάλος·
Κατσούφιασμα, χαμόγελο θα ‘πρεπε να ‘ναι αδιάφορα
Για σένα όταν έρχονται από το κάλλος.
ΙΧ
Αν νοσταλγείς τα νιάτα σου γιατί να ζήσεις;
Του τιμημένου του θανάτου η γη
Εδώ είναι ― προχώρα στο πεδίο για ν’ αφήσεις
Την ύστατη πνοή.
Χ
Ψάξε ― λίγοι τον αναζήτησαν, πολλοί τον έχουν βρει ―
Έναν τάφο στρατιώτη, είν’ το καλύτερο για σένα· ετοιμάσου,
Κοίταξε γύρω, τον τόπο τον δικό σου διάλεξε με προσοχή
Και ύστερα, για πάντα ξεκουράσου.
Διονύσιος Σολωμός
Επανάληψη Κεφαλαίου
13. Οι αγώνες του Καραϊσκάκη
Οι αγώνες του Καραϊσκάκη
More presentations from Apostolos Angelopoulos
Γ. Καραϊσκάκης
Ο Καραϊσκάκης ήταν γενναίος, ζούσε για τη νίκη και όλοι είχαν να λένε για την αθυροστομία του.
Γεννημένος το 1782 σε μια σπηλιά και αφού η μάνα του ήταν καλόγρια, τον ακολουθούσε πάντα η φράση: «Ο γιος της καλογριάς». Από νεαρή ηλικία έδειξε την επαναστατική του διάθεση. Φυσικά, έγινε κλεφτόπουλο και η επανάσταση τον βρήκε καπετάνιο. Ωστόσο, τον πρώτο καιρό της επανάστασης, δεν πήρε μέρος, γιατί πολλοί ήταν εκείνοι που πίστευαν πως βρισκόταν σε συνεννόηση με τους Τούρκους, επειδή είχε θητεύσει στην αυλή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Μάλιστα, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος τον κατηγόρησε, πως είχε: «μυστικήν ανταπόκρισην (καπάκια) με τον Ομέρ Βρυώνη και ότι συμφώνησε… να του παραδώσει Μεσολόγγι και Αιτωλικό». Γρήγορα όμως, ο Καραϊσκάκης απάντησε με πράξεις στους επικριτές του. Έλαβε μέρος στην επανάσταση και διακρίθηκε για την αγωνιστικότητά, τις ηγετικές και στρατηγικές του ικανότητες. Ξεχώριζε όμως και για το πλούσιο υβρεολόγιό του.
Πέθανε τον Απρίλιο του 1827, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής, μετά από τραυματισμό του σε μία συμπλοκή, στην περιοχή του σημερινού Φλοίσβου (Νέου Φαλήρου). Κανείς δεν είπε με βεβαιότητα ποιος τον πυροβόλησε. Έλληνας ή εχθρός; Πολλοί συγγραφείς-ερευνητές μιλούν για δολοφονία οργανωμένη από τον Μαυροκορδάτο, αλλά τα στοιχεία είναι ελλιπή. Όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη, έκατσε και άρχισε να μοιρολογά «σαν γυναίκα». Ίσως τον Καραϊσκάκη να τον λάβωσε θανάσιμα χέρι εχθρού κι όχι Έλληνα, αλλά και μόνο η πίστη πολλών, πως σκοτώθηκε από ελληνικό όπλο, δείχνει πόσο βαθιά ήταν η αρρώστια του διχασμού, που στοίχισε πολύ στην επανάσταση και προφανώς μας στοιχίζει ακόμη....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr
Ο Καραϊσκάκης ήταν γενναίος, ζούσε για τη νίκη και όλοι είχαν να λένε για την αθυροστομία του.
Γεννημένος το 1782 σε μια σπηλιά και αφού η μάνα του ήταν καλόγρια, τον ακολουθούσε πάντα η φράση: «Ο γιος της καλογριάς». Από νεαρή ηλικία έδειξε την επαναστατική του διάθεση. Φυσικά, έγινε κλεφτόπουλο και η επανάσταση τον βρήκε καπετάνιο. Ωστόσο, τον πρώτο καιρό της επανάστασης, δεν πήρε μέρος, γιατί πολλοί ήταν εκείνοι που πίστευαν πως βρισκόταν σε συνεννόηση με τους Τούρκους, επειδή είχε θητεύσει στην αυλή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Μάλιστα, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος τον κατηγόρησε, πως είχε: «μυστικήν ανταπόκρισην (καπάκια) με τον Ομέρ Βρυώνη και ότι συμφώνησε… να του παραδώσει Μεσολόγγι και Αιτωλικό». Γρήγορα όμως, ο Καραϊσκάκης απάντησε με πράξεις στους επικριτές του. Έλαβε μέρος στην επανάσταση και διακρίθηκε για την αγωνιστικότητά, τις ηγετικές και στρατηγικές του ικανότητες. Ξεχώριζε όμως και για το πλούσιο υβρεολόγιό του.
Πέθανε τον Απρίλιο του 1827, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής, μετά από τραυματισμό του σε μία συμπλοκή, στην περιοχή του σημερινού Φλοίσβου (Νέου Φαλήρου). Κανείς δεν είπε με βεβαιότητα ποιος τον πυροβόλησε. Έλληνας ή εχθρός; Πολλοί συγγραφείς-ερευνητές μιλούν για δολοφονία οργανωμένη από τον Μαυροκορδάτο, αλλά τα στοιχεία είναι ελλιπή. Όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη, έκατσε και άρχισε να μοιρολογά «σαν γυναίκα». Ίσως τον Καραϊσκάκη να τον λάβωσε θανάσιμα χέρι εχθρού κι όχι Έλληνα, αλλά και μόνο η πίστη πολλών, πως σκοτώθηκε από ελληνικό όπλο, δείχνει πόσο βαθιά ήταν η αρρώστια του διχασμού, που στοίχισε πολύ στην επανάσταση και προφανώς μας στοιχίζει ακόμη....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr
Ο θάνατος του Καραϊσκάκη
Ένα από τα μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα της νεώτερης ιστορίας είναι ποιος σκότωσε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Για πολλούς, έπεσε στο πεδίο της μάχης από εχθρικά πυρά και για άλλους, από Έλληνες που ενεργούσαν για λογαριασμό των αντιπάλων του. Ο ήρωας πέθανε ανήμερα της γιορτής του στις 23 Απριλίου του 1827 και θάφτηκε όπως επιθυμούσε στον Άγιο Δημήτριο Σαλαμίνας. Λίγο νωρίτερα, είχε πληροφορηθεί τον θάνατο της γυναίκας του της Γκόλφως και πολλοί φοβήθηκαν ότι θα εγκατέλειπε την πολιορκία. Ο Καραϊσκάκης έγραψε ένα γράμμα στην κυβέρνηση που έλεγε ότι δεν θα εγκατέλειπε τον αγώνα παρότι το χρέος του τον προσκαλούσε να πάει κοντά στα παιδιά του. Δεν έμεινε, όμως, για πολύ καιρό ζωντανός. Ο Κολοκοτρώνης, που τον αγαπούσε σαν παιδί του, τον είχε προειδοποιήσει να φυλάγεται και να μην διακινδυνεύει τη ζωή του σε ασήμαντες αψιμαχίες, διότι ήταν ηγέτης και από αυτόν εξαρτιόνταν το ασκέρι του και ο αγώνας. Δυστυχώς, ο ρουμελιώτης ήρωας διάβασε το γράμμα του Γέρου όταν ξεψυχούσε. Ο Καραϊσκάκης ετάφη στη Σαλαμίνα και επί Όθωνα τα οστά του μεταφέρθηκαν σε μνημείο στο Νέο Φάληρο κατ΄εντολή του βασιλιά. Όμως, τα οστά του χάθηκαν και σήμερα δεν γνωρίζει κανείς που βρίσκονται. Πολλοί υποστηρίζουν ότι χάθηκαν από το μνημείο κατά τη διάρκεια της χούντας, όταν ένα συνεργείο πήγε να κάνει ανακαίνιση στο μνημείο του Φαλήρου. Οι εργάτες δεν ήξεραν περί τίνος πρόκειται και, σύμφωνα με αυτή τη εκδοχή πέταξαν τα οστά στη θάλασσα....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/pios-skotose-ton-karaiskaki-animera-tis-giortis-tou-dolofonithike-apo-ellines-i-apo-tous-tourkous-pos-chathikan-ta-osta-tou-vinteo/
Ένα από τα μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα της νεώτερης ιστορίας είναι ποιος σκότωσε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Για πολλούς, έπεσε στο πεδίο της μάχης από εχθρικά πυρά και για άλλους, από Έλληνες που ενεργούσαν για λογαριασμό των αντιπάλων του. Ο ήρωας πέθανε ανήμερα της γιορτής του στις 23 Απριλίου του 1827 και θάφτηκε όπως επιθυμούσε στον Άγιο Δημήτριο Σαλαμίνας. Λίγο νωρίτερα, είχε πληροφορηθεί τον θάνατο της γυναίκας του της Γκόλφως και πολλοί φοβήθηκαν ότι θα εγκατέλειπε την πολιορκία. Ο Καραϊσκάκης έγραψε ένα γράμμα στην κυβέρνηση που έλεγε ότι δεν θα εγκατέλειπε τον αγώνα παρότι το χρέος του τον προσκαλούσε να πάει κοντά στα παιδιά του. Δεν έμεινε, όμως, για πολύ καιρό ζωντανός. Ο Κολοκοτρώνης, που τον αγαπούσε σαν παιδί του, τον είχε προειδοποιήσει να φυλάγεται και να μην διακινδυνεύει τη ζωή του σε ασήμαντες αψιμαχίες, διότι ήταν ηγέτης και από αυτόν εξαρτιόνταν το ασκέρι του και ο αγώνας. Δυστυχώς, ο ρουμελιώτης ήρωας διάβασε το γράμμα του Γέρου όταν ξεψυχούσε. Ο Καραϊσκάκης ετάφη στη Σαλαμίνα και επί Όθωνα τα οστά του μεταφέρθηκαν σε μνημείο στο Νέο Φάληρο κατ΄εντολή του βασιλιά. Όμως, τα οστά του χάθηκαν και σήμερα δεν γνωρίζει κανείς που βρίσκονται. Πολλοί υποστηρίζουν ότι χάθηκαν από το μνημείο κατά τη διάρκεια της χούντας, όταν ένα συνεργείο πήγε να κάνει ανακαίνιση στο μνημείο του Φαλήρου. Οι εργάτες δεν ήξεραν περί τίνος πρόκειται και, σύμφωνα με αυτή τη εκδοχή πέταξαν τα οστά στη θάλασσα....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/pios-skotose-ton-karaiskaki-animera-tis-giortis-tou-dolofonithike-apo-ellines-i-apo-tous-tourkous-pos-chathikan-ta-osta-tou-vinteo/
Tο μοναστήρι όπου ο Γεώργιος Καραϊσκάκης θεραπεύτηκε από τη φυματίωση και έβρισκαν καταφύγιο οι αντάρτες. Ο Καραϊσκάκης για να ευχαριστήσει την Παναγία, «χρύσωσε» την εικόνα της...
Το μοναστήρι την περίοδο της επανάστασης – Η σχέση του Στρατηγού Καραϊσκάκη
Η μονή της Παναγίας της Προυσιώτισσας θεωρούνταν κέντρο πολιτικής καθοδήγησης, αλλά και στρατηγείο. Από την περίοδο της τουρκοκρατίας λειτουργούσε η Σχολή Ελληνικών Γραμμάτων, η οποία σώζεται πλήρως αναστηλωμένη. Με τη μονή όμως σχετίζεται και ο στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης, καθώς εκεί είχε το στρατηγείο του και περνούσε αρκετό χρόνο, όσο δεν βρισκόταν στα πεδία των μαχών. Η μονή θεωρούνταν και θεραπευτήριο. Ο Καραϊσκάκης ήταν φθισικός. Γιατρεύτηκε κατά την παραμονή του στο μοναστήρι. Δώρισε τότε το κάλυμμα της εικόνας ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Στην εικόνα διακρίνονται μόνο τα πρόσωπα του Ιησού και της Παναγίας, μιας και η υπόλοιπη είναι καλυμμένη από χρυσό που έδωσε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Στο μουσείο της μονής εκτίθεται το σπαθί, το όπλο του και το χαρακτηριστικό του φέσι. Έξω από τη μονή υψώνονται δύο κάστρα, οι λεγόμενοι «πύργοι του Καραϊσκάκη». Ήταν πολεμίστρες που ήλεγχαν τη γύρω περιοχή. Είχαν χτιστεί πολύ πριν από την εμφάνιση του Στρατηγού, αλλά πήραν το όνομά του....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.com.cy/thriskia-2/to-monastiri-anamesa-sta-vouna-opou-o-georgios-karaiskakis-therapeftike-apo-ti-fimatiosi-ke-evriskan-katafigio-i-antartes-o-karaiskakis-gia-na-efcharistisi-tin-panagia-chrisose-tin-ikona-tis/
Η μονή της Παναγίας της Προυσιώτισσας θεωρούνταν κέντρο πολιτικής καθοδήγησης, αλλά και στρατηγείο. Από την περίοδο της τουρκοκρατίας λειτουργούσε η Σχολή Ελληνικών Γραμμάτων, η οποία σώζεται πλήρως αναστηλωμένη. Με τη μονή όμως σχετίζεται και ο στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης, καθώς εκεί είχε το στρατηγείο του και περνούσε αρκετό χρόνο, όσο δεν βρισκόταν στα πεδία των μαχών. Η μονή θεωρούνταν και θεραπευτήριο. Ο Καραϊσκάκης ήταν φθισικός. Γιατρεύτηκε κατά την παραμονή του στο μοναστήρι. Δώρισε τότε το κάλυμμα της εικόνας ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Στην εικόνα διακρίνονται μόνο τα πρόσωπα του Ιησού και της Παναγίας, μιας και η υπόλοιπη είναι καλυμμένη από χρυσό που έδωσε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Στο μουσείο της μονής εκτίθεται το σπαθί, το όπλο του και το χαρακτηριστικό του φέσι. Έξω από τη μονή υψώνονται δύο κάστρα, οι λεγόμενοι «πύργοι του Καραϊσκάκη». Ήταν πολεμίστρες που ήλεγχαν τη γύρω περιοχή. Είχαν χτιστεί πολύ πριν από την εμφάνιση του Στρατηγού, αλλά πήραν το όνομά του....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.com.cy/thriskia-2/to-monastiri-anamesa-sta-vouna-opou-o-georgios-karaiskakis-therapeftike-apo-ti-fimatiosi-ke-evriskan-katafigio-i-antartes-o-karaiskakis-gia-na-efcharistisi-tin-panagia-chrisose-tin-ikona-tis/
Γεώργιος Καραϊσκάκης, 1782-1827 , Έλληνας ήρωας του ‘21
Ο Καραϊσκάκης όταν οργιζόταν έβριζε σκληρά όχι μόνο στρατιώτες, αλλά και οπλαρχηγούς και στρατηγούς ακόμα. Οι ηπιότερες από τις βρισιές του ήταν «σαπιοκοιλιά» και «παλιογελάδα».
Στο Κομπότι της Άρτας, στον πόλεμο που στις 8 Ιουνίου του 1821, ο Καραϊσκάκης αφού νίκησε τους Τούρκους και τους πήρε στο κυνήγι, ανέβηκε σε μια πέτρα και τους έβριζε δυνατά. Και για να τους προσβάλει χειρότερα και να δώσει θάρρος στους δικούς του σήκωσε τη φουστανέλα του και έβγαλε το βρακί του και τους έδειξε τον πισινό του. !!!
Τότε ένας Αρβανίτης Γκέκας, κρυμμένος κάπου στα κλαδιά, τον τουφέκισε και τον λάβωσε...
Η τελευταία κουβέντα που είπε στον συμπολεμιστή του Στρατηγό Μακρυγιάννη, όταν ο τελευταίος πήγε να τον επισκεφτεί, ήταν :
«Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα».
Η αθυροστομία του Καραϊσκάκη υπήρξε παροιμιώδης γι αυτό και οι περισσότεροι αφορισμοί του είναι ακατάλληλοι για να παρουσιαστούν εδώ.
"Όποιος θέλει να κουμαντάρη τους Έλληνες πρέπει να βαστάη ένα δισάκι γεμάτο, ομπρός το Χριστό, πίσω τους διαόλους και στη μέση το χρυσάφι."
"Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο."
"Χαιρέτα καβαλάρης, για να σε χαιρετούν όταν ξεπεζέψεις."
Ο Καραϊσκάκης όταν οργιζόταν έβριζε σκληρά όχι μόνο στρατιώτες, αλλά και οπλαρχηγούς και στρατηγούς ακόμα. Οι ηπιότερες από τις βρισιές του ήταν «σαπιοκοιλιά» και «παλιογελάδα».
Στο Κομπότι της Άρτας, στον πόλεμο που στις 8 Ιουνίου του 1821, ο Καραϊσκάκης αφού νίκησε τους Τούρκους και τους πήρε στο κυνήγι, ανέβηκε σε μια πέτρα και τους έβριζε δυνατά. Και για να τους προσβάλει χειρότερα και να δώσει θάρρος στους δικούς του σήκωσε τη φουστανέλα του και έβγαλε το βρακί του και τους έδειξε τον πισινό του. !!!
Τότε ένας Αρβανίτης Γκέκας, κρυμμένος κάπου στα κλαδιά, τον τουφέκισε και τον λάβωσε...
Η τελευταία κουβέντα που είπε στον συμπολεμιστή του Στρατηγό Μακρυγιάννη, όταν ο τελευταίος πήγε να τον επισκεφτεί, ήταν :
«Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα».
Η αθυροστομία του Καραϊσκάκη υπήρξε παροιμιώδης γι αυτό και οι περισσότεροι αφορισμοί του είναι ακατάλληλοι για να παρουσιαστούν εδώ.
"Όποιος θέλει να κουμαντάρη τους Έλληνες πρέπει να βαστάη ένα δισάκι γεμάτο, ομπρός το Χριστό, πίσω τους διαόλους και στη μέση το χρυσάφι."
"Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο."
"Χαιρέτα καβαλάρης, για να σε χαιρετούν όταν ξεπεζέψεις."
Επανάληψη Κεφαλαίου
14. Ο Φιλελληνισμός
Έρανος υπέρ των Ελλήνων
15. Η παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων και
η Ναυμαχία του Ναυαρίνου
Η παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων και η Ναυμαχία του Ναυαρίνου
More presentations from Apostolos Angelopoulos
16. Oι Εθνοσυνελεύσεις και η πολιτική οργάνωση του Αγώνα
Οι Εθνοσυνελεύσεις και η πολιτική οργάνωση του Αγώνα
View more presentations or Upload your own.